Γράφει ο Γιώργος Δήμος
Λίγοι έχουν παίξει ένα ρόλο τόσο καταλυτικό στη διαμόρφωση και τη διάδοση του «New Queer Cinema», όσο ο Βρετανός καλτ σκηνοθέτης, Ντέρεκ Τζάρμαν. Τολμηρός και αποφασισμένος, ο κινηματογραφιστής, αντλώντας θέματα από μια μεγάλη γκάμα επιρροών, από τον Λούντβιχ Βιτγκενστάϊν μέχρι τον Καραβάτζιο, ανέτρεξε στην ιστορία της «queer» μυθοπλασίας και φιλοσοφίας και γύρισε μοντέρνες, «punk» ταινίες, σαν το «Sebastiane» (1976) και το «Last of England» (1987), που οι κριτικοί δεν δύνανται, ακόμα και σήμερα (σχεδόν τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του), να αποκρυπτογραφήσουν πλήρως και να τις αγκαλιάσουν, σαν τα «διαμάντια» του arthouse σινεμά που ολοφάνερα είναι.
Αν και η κάθε μία από τις έντεκα μεγάλου μήκους και τις τριάντα μικρού μήκους ταινίες του έχει τη δική της μοναδική αξία και θα οφείλει να μελετηθεί με τη δέουσα προσοχή, όλοι συμφωνούν πως το αριστούργημά του παραμένει το μεταμοντέρνο φιλμ, «Caravaggio» (1986), που φέρνει τη βιογραφία του μεγάλου («queer») ζωγράφου, Μικελάντζελο Μερίσι ντα Καραβάτζιο, στη δεκαετία του 1980.
Ο Τζάρμαν δεν ασχολείται με δευτερεύουσες πηγές, που μιλούν για τη ζωή και την επαγγελματική δραστηριότητα του Μπαρόκ δημιουργού, όπως μεταγενέστερες βιογραφίες, κλπ. Ο σκηνοθέτης βασίζει τη φωτογραφία, τα σκηνικά και τις ενδυμασίες του «Caravaggio» απευθείας στους πίνακες του ζωγράφου και σαν θεατρικό, ή μάλλον ζωγραφιά που αρχίζει μαγικά να κινείται, τα κάδρα «ζωντανεύουν» και ο θεατής έχει την αίσθηση πως καταλαβαίνει τι συνέβαινε πέρα από τη χρονική στιγμή που ο Καραβάτζιο επέλεξε να αποθανατίσει στους πίνακες.
Από κινηματογραφικής άποψης, ο Τζάρμαν καταφέρνει έτσι να καινοτομήσει με ένα καθαρά αισθητικό τρόπο, που πολλοί προσπάθησαν να μιμηθούν (βλέπε το «What Dreams May Come», 1998, του Βίνσεντ Γουάρντ, με πρωταγωνιστή τον Ρόμπιν Ουίλιαμς, ή το «Κορίτσι με το Μαργαριταρένιο Σκουλαρίκι», 2003, που είναι βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο της Τρέισι Σεβαλιέ), αλλά κανένας δεν κατάφερε να τον φτάσει. Οι πιστές αυτές απεικονίσεις των θεμάτων και του χώρου στον οποίο ζούσε και δούλευε ο ζωγράφος αντιπαρατίθενται με ήχους από αυτοκίνητα και άλλες αναχρονιστικές εφευρέσεις, που αποτελούν οξύμωρα και δίνουν μια σουρεαλιστική υφή στην ταινία.
Εκείνο, όμως, που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον δεν είναι το πόσο πιστός είναι ο Τζάρμαν στο έργο ή την εποχή που επιλέγει να μας δείξει. Οι λεπτομέρειες, άλλωστε, από τη σύγχρονη εποχή που προσθέτει κάνουν ό,τι μπορούν για να αλλοιώσουν αυτή την αίσθηση αυθεντικότητας. Εκείνο που έχει την πιο μεγάλη σημασία είναι η αφοσίωση του Τζάρμαν στην «κρυφή» ιστορία των «queer» ατόμων και η προσπάθειά του να την βάλει σε μια σειρά, ούτως ώστε να την παραδώσει σωστά στις επόμενες γενιές.
Όπως είχε πει και ο ίδιος: «Το να χρησιμοποιείς τη λέξη ‘queer’ είναι μια απελευθέρωση. Είναι μια λέξη που με τρόμαζε, αλλά όχι πια». Είναι βέβαιο πως ο Τζάρμαν έκανε, μέσω του έργου του, και το προσωπικό του ταξίδι προς την απελευθέρωση, και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από το πόσο βαθειά ειλικρινείς είναι όλες του οι ταινίες. Από την άλλη, όμως, η ανάγκη του να καταγράψει μια ιστορία που απειλούταν, λόγω της κοινωνικής καταπίεσης, σχεδόν με αφανισμό, φτάνει στα όρια του ακτιβισμού και έτσι το έργο του αποκτά και μια άλλη διάσταση.
Ο Τζάρμαν ασχολήθηκε με μια σειρά από ονόματα του πνευματικού κόσμου, που κατείχαν «θέσεις-κλειδιά» στη διαμόρφωση του «queer lifestyle». Το ίδιο επιχείρησε και ο Γκας Βαν Σαντ, όμως οι φορές που έφερε το έργο αυτό σε πέρας είναι σαφώς λιγότερες από εκείνες που τα κατάφερε ο Τζάρμαν. Ανάλογα με το πρόσωπο στο οποίο εστιάζει κάθε φορά, το ύφος της ταινίας αλλάζει και η αφήγηση προσαρμόζεται στη θεματολογία. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ασχολείται με κάποια ομάδα ή κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Έτσι, το ιστορικό ντεμπούτο του, «Sebastiane» (1976), περιέχει διαλόγους μόνο στα Λατινικά, το «Last of England» (1987), που πραγματεύεται το «τέλος του κόσμου» διαθέτει μια άναρχη και μη γραμμική αφήγηση, το μικρού μήκους, «Pirate Tape» (1982), διέπεται από επαναλαμβανόμενες φράσεις, παρενθέσεις από άσχετους ήχους ή μηνύματα και γενικότερα τη μέθοδο «cut-up» με την οποία ασχολήθηκε σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, το «Wittgenstein» (1993) χαρακτηρίζεται αφενός από μία φιλοσοφική και αφετέρου από μια υστερική και ταυτόχρονα παιχνιδιάρικη διάθεση, σαν τα βαθυστόχαστα παραδείγματα του φιλοσόφου και, τέλος, το «Caravaggio» (1986) έχει μεν αρκετή Μπαρόκ εικονογραφία, αλλά χαρακτηρίζεται και από μια νεανική και φιλήδονη διάθεση, καθώς ο Καραβάτζιο έζησε με πάθος και πέθανε μόλις 38 ετών.
Η ταινία, «Caravaggio» ήταν και εκείνη που πυροδότησε τις λαμπερές καριέρες των πρωταγωνιστών της, Σον Μπιν και Τίλντα Σουίντον. Εκτός από τους δημιουργούς που προφανώς επηρεάστηκαν από το Τζάρμαν, όπως είναι ο Βαν Σαντ ή ο Γκρεγκ Αράκι, η επιρροή του σκηνοθέτη είναι αισθητή και στο έργο του Τζιμ Τζάρμους ή του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. Είναι σχεδόν σκανδαλώδες το ότι, όπως και ο Κιθ Χάρινγκ και ο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ, ο Τζάρμαν, ένας αγωνιστής για τα δικαιώματα της «queer» κοινότητας πέθανε νωρίς από τη νόσο που την «χτύπησε» χειρότερα από οποιαδήποτε άλλη κοινότητα, δηλαδή, τον ιό του AIDS.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχει μια στρογγυλή μπλε πλάκα στο Butler’s Wharf που τιμά τη μνήμη του σκηνοθέτη, σαν εκείνη που τιμά τον Δρ. Σάμιουελ Τζόνσον ή τις Αδελφές Μπροντέ. Η σημασία του πρωτοπόρου αυτού καλλιτέχνη μόλις που αρχίζει να εκτιμάται πλήρως 28 χρόνια μετά τον πρόωρο χαμό του.
Το «Caravaggio» δεν είναι μόνο μια τεχνικά ή αισθητικά άρτια ταινία που άφησε «εποχή», χάρη στα κινήματα με τα οποία συνδέθηκε. Είναι μια ταινία ορόσημο, που βοήθησε, όχι μόνο στο να εξελιχθεί το indie σινεμά, που τότε έκανε μόνο τα πρώτα του βήματα, δανειζόμενο στοιχεία από την «avant-garde» και την «underground» παράδοση του παρελθόντος, αλλά και να γίνει αποδεκτή με τον τρόπο που είναι σήμερα η «queer» κοινότητα, τόσο κοινωνικά, όσο και αναφορικά με την ισχύουσα νομοθεσία της κάθε χώρας.
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: