I have tried to write Paradise
Do not move
Let the wind speak.
that is paradise.
Let the Gods forgive what
Ι have made
Let those I love try to forgive
what I have made.
Ezra Pound, Notes for Canto CXX
Γράφει η Λιάνα Ζωζά
Αν και θεωρήθηκε ένας από τους πιό σημαντικούς, αν όχι ο πιο σημαντικός, από τους ποιητές του μοντερνισμού, εντούτοις κατηγορήθηκε και τιμωρήθηκε για τις φιλοναζιστικές του απόψεις και τις πολιτικές θέσεις του, που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με το συγγραφικό του έργο.
Ο Ezra Pound υπήρξε το μοναχοπαίδι του Homer Loomis Pound και της Isabel Weston. Απόγονος παλιάς αποικιακής οικογένειας, με προγόνους που είχαν έρθει από την Αγγλία, τον 17ο αιώνα, γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου του 1885, στο Hailey του Idaho, μια πόλη που όμως δεν κατάφερε να φανεί ποτέ φιλόξενη στη μητέρα του, η οποία παίρνοντας μαζί της τον μολις 18 μηνών Ezra, μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, όπου δυο χρόνια αργότερα τους ακολουθεί και ο πατέρας του και όλοι μαζί φεύγουν για την Πενσυλβάνια.
Η πρώτη μούσα του, που ακούει στο όνομα Hilda Doolittle, αργότερα ποιήτρια και η ίδια, έρχεται στη ζωή του, αρκετά νωρίς, το 1901
Η Στρατιωτική Ακαδημία στην οποία αποφασίζει να φοιτήσει στα δεκαπέντε του, γρήγορα αποδεικνύεται λάθος επιλογή και τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους, όταν ξεκινά σπουδές στη λογοτεχνία και τις γλώσσες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το ότι κάνει την πρώτη του δημοσίευση σε ηλικία 11 ετών. Παράλληλα, τα ταξίδια στην Ευρώπη με την οικογένειά του και οι μεγάλου χρονικού διαστήματος παραμονές σε διαφορετικές πόλεις εκεί, του προσφέρουν από μικρή ηλικία τα ερεθίσματα που θα καθορίσουν την μετέπειτα εξέλιξή του.
Το κίνημα Imagism, όπου εκείνος πρωτοστατεί, βασίζεται στην λιτή γλώσσα που συναντούμε κυρίως στην Κινέζικη και Ιαπωνική ποίηση
Η πρώτη μούσα του, που ακούει στο όνομα Hilda Doolittle, αργότερα ποιήτρια και η ίδια, έρχεται στη ζωή του, αρκετά νωρίς, το 1901 και γράφει για εκείνη έναν ικανό αριθμό ποιημάτων που θα της τα χαρίσει δεμένα στο Hilda’s Book.
Αν και ο Pound ζητά από τον πατέρα της, το 1907, να την παντρευτεί, εκείνος αρνείται, χαρακτηρίζοντάς τον νομάδα. Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει, την ίδια, λίγα χρόνια αργότερα να τον ακολουθήσει στο Λονδίνο και να συνεισφέρει, στην ανάπτυξη του κινήματος Imagism, όπου εκείνος πρωτοστατεί και βασίζεται στην λιτή γλώσσα που συναντούμε κυρίως στην Κινέζικη και Ιαπωνική ποίηση.
Την Hilda Doolittle, αντικαθιστούν πολύ γρήγορα και ταυτόχρονα, δύο άλλες μούσες, η Viola Baxter και η Mary Moore. Η Mary αρνείται την πρόταση γάμου που της κάνει και εκείνος αργότερα της αφιερώνει το βιβλίο του Personae (1909).
Η Ευρώπη συνεχίζει να αποτελεί πόλο έλξης για τον Pound και η Άνοιξη του 1908 τον βρίσκει να ζει στη Βενετία. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου δημοσιεύει το πρώτο του βιβλίο με ποιήματα, το A Lume Spento. Θεωρώντας πως ο ιδανικός τόπος για έναν ποιητή, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, είναι το Λονδίνο, ο δρόμος του τον οδηγεί εκεί ένα μήνα αργότερα, όπου και ζει για τα επόμενα δώδεκα χρόνια. Στο Λονδίνο έχει την ευκαιρία όχι μόνο να συναντήσει, αλλά και να συμβάλλει στη διαμόρφωση του έργου τους, συγγραφείς, όπως ο T. S. Eliot, ο James Joyce, ο Robert Frost και ο Ernest Hemingway.
Δεν διστάζει μάλιστα να επέμβει δυναμικά, περικόπτοντας σχεδόν τη μισή από την Έρημη Χώρα του Eliot και δίνοντας της τη μορφή με την οποία τυπώθηκε, παρακινώντας τον μάλιστα να προχωρήσει στην εκτύπωση του βιβλίου. Ανάλογη στάση είχε και με το έργο του James Joyce.
Παράλληλα, με την έκδοση των συλλογών του Personae και Exultations (1909), συνεχίζει να ψάχνει τη μούσα της ζωής του, που αυτή τη φορά πιστεύει πως τη βρίσκει στο πρόσωπο της Dorothy Shakespear. Παντρεύονται το 1914, αλλά περνούν μερικά χρόνια ακόμη για να ανακαλύψει, το 1922, στο Παρίσι, την αιώνια γυναίκα που ψάχνει, στο πρόσωπο της βιολονίστριας Olga Rudge.
Η Olga είναι η γυναίκα που θα ταράξει την οικογενειακή του ζωή και θα γίνει το τρίτο πρόσωπο σε μια θυελλώδη σχέση που τελικά θα τον οδηγήσει στο να επιλέξει να μείνει μαζί της μέχρι το τέλος της ζωής του. Είναι όμως και εκείνη, που σαν σύντροφος και φίλη, θα τον στηρίξει στις τραγικές στιγμές που θα έρθουν και θα τον βοηθήσει να ολοκληρώσει το επικό έργο του The Cantos.
Στο Παρίσι, μετακομίζει το 1920, θεωρώντας πως ο κύκλος της παραμονής του στο Λονδίνο, έχει κλείσει και χρειάζεται μια καινούρια πόλη για να τον εμπνεύσει. Εκεί, συνεχίζει να δουλεύει πάνω στα Cantos που έχει ήδη ξεκινήσει, συνθέτει μουσική και έρχεται σε επαφή με καλλιτέχνες των ανατρεπτικών για την εποχή κινημάτων του Νανταϊσμού και του Σουρεαλισμού, όπως ο Marcel Duchamp, ο Tristan Tzara και ο Fernand Léger. Παράλληλα, ξεκινά να γράφει κείμενα με πολιτικό και οικονομικό περιεχόμενο, εκφράζοντας με αυτό τον τρόπο τις ανησυχίες του και παίρνοντας θέση στα επίκαιρα ζητήματα της δημόσιας ζωής!
Ο χαρακτηρισμός του νομάδα φαίνεται πως τον ακολουθεί και το 1924 εγκαταλείπει το Παρίσι μαζί με την Dorothy, για το Rapallo της Ιταλίας, γιατί θεωρεί πως η Ιταλία είναι το μέρος που θα τον βοηθήσει να ξεκινήσει καινούρια πράγματα. Η Olga που είναι ήδη έγκυος στην κόρη τους Mary, τον ακολουθεί στην Ιταλία όχι τόσο με την επιθυμία της απόκτησης ενός παιδιού, όσο για να διατηρήσει τη σχέση της μαζί του. Μετά τη γένηση του παιδιού το αναθέτει σε μια γερμανόφωνη αγρότισα για να το μεγαλώσει επί πληρωμή.
Η Dorothy, με τη σειρά της, μετά τις αποκαλύψεις, αποφασίζει να μείνουν χωριστά, ενώ τον Δεκέμβριο του 1925, φεύγει για ταξίδι στην Αίγυπτο και με την επιστροφή της ανακοινώνει, την ήδη υπάρχουσα, δική της εγκυμοσύνη. Το Σεπτέμβριο γεννιέται ένα αγόρι, ο Omar, σε νοσοκομείο του Παρισιού που στη συνέχεια μεγαλώνει με τους γονείς της Dorothy στο Λονδίνο, όπου εκείνη το επισκέπτεται κάθε καλοκαίρι.
Το ίδιο διάστημα ο Ezra Pound το περνά με την Olga στη Βενετία, όπου η Olga μένει μόνιμα, πια. Τα δυο παιδιά συνεχίζουν να μεγαλώνουν σε διαφορετικά οικογενειακά περιβάλλοντα και χωρίς τη φυσική παρουσία του πατέρα τους.
Αντιφατικός σαν προσωπικότητα είναι ικανός από τη μία να γράφει ποίηση και μουσική και από την άλλη να γίνεται ένθερμος υποστηρικτής του Μουσολίνι και να αναπτύσσει αντισημιτικά συναισθήματα, υποστηρίζοντας τον φασισμό μέσα από ραδιοφωνικές εκπομπές.
Έχοντας πάρει σαφή θέση μέσα από τα άρθρα του και τις ραδιοφωνικές εκπομπές του, υπέρ του ναζισμού κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συλλαμβάνεται από τα αμερικάνικα στρατεύματα και βρίσκεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Πίζα.
Η δική του άποψη είναι πως οι πόλεμοι γίνονται για τις τράπεζες και τους τοκογλύφους και στο τέλος κάθε επανάσταση προδίδεται. Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει την μεταφορά του στην Ουάσιγκτον, το 1945, για να δικαστεί για προδοσία. Εκεί κρίνεται διανοητικά ακατάλληλος για δίκη και οδηγείται σε ψυχιατρική κλινική, όπου παραμένει έγκλειστος για δεκατρία ολόκληρα χρόνια.
Αποφυλακίζεται το 1958 και την ίδια χρονιά επιστρέφει στη Βενετία, όπου παραμένει μέχρι το θάνατό του το 1972.
Ο βραβευμένος με Νόμπελ, ποιητής Γιώργος Σεφέρης ακούει τον Ιούλιο του 1959, στο ραδιόφωνο τον Ezra Pound να απαγγέλλει τα Cantos I, XIII και XLIX. Όπως ο ίδιος γράφει στο ημερολόγιό του, εντυπωσιάζεται από την “καταπληκτικά έντονη, καταπληκτικά ρυθμική και χρωματισμένη με εναλλαγές του δυνατού και του ήπιου” φωνή του. Έχει ήδη μεταφράσει τα δύο πρώτα Cantos στα ελληνικά και αποφασίζει να μεταφράσει και το τρίτο. Οι δυο τους συναντιούνται τον Νοέμβριο του 1965, όταν ο Pound επισκέπτεται την Ελλάδα.