Ο καταξιωμένος εικαστικός, Γιάννης Αδαμάκης παρουσιάζει την 37η ατομική του έκθεση στη Γκαλερί Ζουμπουλάκη με τίτλο «Passepartout». Σπαρμένες στον καμβά, εικόνες από τα παραμύθια του Ιουλίου Βερν, φωτογραφικές μνήμες, παιχνίδια ανασύρουν την περιπέτεια που ξεκινά από την παιδική ηλικία.
Ο [Jean] Passepartout, αντιήρωας του Ιούλιου Βερν, δανείζει το όνομά του στην τελευταία δουλειά του αγαπημένου μας καλλιτέχνη. Σύμβολο της αιώνιας δοκιμασίας, της πολυμήχανης «ζαβολιάς», του ατέρμονου ταξιδιού, στοιχεία που χαρακτηρίζουν όλη τη ζωγραφική του πορεία. Στα έργα της νέας του δουλειάς συναντάμε εικόνες από το μεγαλύτερο μέρος της ζωγραφικής του πορείας.
Συνέντευξη στη Ζέτα Τζιώτη
-Γιάννη, γιατί ο [Jean] Passepartout; Τι σου κέντρισε το ενδιαφέρον στην προσωπικότητά του;
-Είναι μια ιστορία που έχει ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες. Ένα διαρκές ταξίδι. Το δικό μου ταξίδι.
Η ιδέα του συγκεκριμένου τίτλου είναι της Σοφίας Γεωργίου. Αναδύθηκε μέσα από τις συζητήσεις για την ουσία της έκθεσης, με την αγαπητή φίλη, εξαιρετική γραφίστρια και μαθήτριά μου.
Τί είναι άραγε εκείνο που τον κάνει σε μένα τόσο ελκυστικό; Είναι μόνο η αναφορά στον υπηρέτη του Φιλέα Φογκ; Είναι το αντικλείδι που ανοίγει όλες τις πόρτες; Το πασπαρτού που πλαισιώνει στην κορνίζα, τα έργα μας σε χαρτί;
Θα μείνω στον ρόλο που παίζει στην ιστορία του Ιουλίου Βερν. Θα μείνω γενικά σ’ αυτούς που ενσαρκώνουν τους δεύτερους ρόλους. Που λειτουργούν για λογαριασμό άλλων. Για λογαριασμό των πρωταγωνιστών. Που διεκδικούν ξαναφορεμένες ιδέες. Που κάνουν δεύτερες σκέψεις. Που κουβαλούν τις ενοχές όλων μας.
Οι δεύτεροι ρόλοι είναι στην πραγματικότητα πιο σύνθετες προσωπικότητες. Άσε που τις περισσότερες φορές είναι αυτοί που κερδίζουν το στοίχημα.
Η τέχνη δεν πάει να κοιμηθεί στο κρεβάτι που έστρωσαν άλλοι γι’ αυτήν
Jean Dubuffet
-Τι αντιπροσωπεύουν για σένα τα παραμύθια;
-Αν κατάφερνα να αποστασιοποιηθώ από τις παιδικές μου υποκειμενικότητες, θα αναρωτιόμουν αν είναι απλά ευφάνταστες περιπέτειες που κινούνται σε ένα περιβάλλον μαγικό. Σε ένα σύμπαν ονειρικό. Ιστορίες έξω από τους κανόνες της πραγματικής ζωής. Ιστορίες που ο ακροατής δέχεται με ευχαρίστηση, χωρίς στην πραγματικότητα να τις πιστεύει.
Θα αναρωτιόμουν αν τα παραμύθια έχουν καλλιτεχνική υπόσταση. Αν έχουν διαχρονικότητα. Αν δηλαδή είναι οι ίδιοι επαναλαμβανόμενοι μύθοι.
Γι αυτό που είμαι σίγουρος, είναι ότι αποτελούν διηγήσεις του ανεκπλήρωτου ονείρου. Είναι συνταξιδιώτες στο καθημερινό – αέναο ταξίδι. Είναι η ταύτιση με την ουτοπία. Εκεί που οι ιστορίες απελευθερώνουν την αίσθηση της αγαθής τάξης πραγμάτων.
Είναι η μαγική επανάληψη. Η αποκατάσταση μιας ηθικής πραγματικότητας. Το πρόσχημα εντέλει, για τη δημιουργία εικόνων της αλληλουχίας συγκεκριμένων γεγονότων, που συναντιούνται, συγκρούονται, επανασυνδέονται, συνομιλούν, διαπληκτίζονται.
-Τι έργα παρουσιάζεις στην 37η ατομική σου έκθεση, 6η φορά στον ίδιο χώρο, στη Γκαλερί Ζουμπουλάκη;
-Επιγραμματικά, είναι μια σειρά είκοσι έργων, με αναφορά στην εφηβική λογοτεχνία. Μια αναφορά στην ηλικία που αρχίζουμε, να σχηματίζουμε καθαρότερες εικόνες μέλλοντος.
Δεν εικονογραφώ συγκεκριμένες ιστορίες του Ιουλίου Βερν. Αναφέρομαι στην ήδη κατατεθειμένη εικονογραφία τους.
Είναι μια αφήγηση ειδώλων, φορμών, χρωμάτων, ζωγραφικών αγιογραφιών. Μια πολύ προσωπική αφήγηση χωρίς ουσιαστικό τέλος, αφού ο θεατής περιφέρεται, παντοτινά εγκλωβισμένος, όπως κι εγώ, στην ατέρμονη διαδοχή γεγονότων, όπου ο τερματικός σταθμός δεν διακρίνεται.
Όπως αναφέρω στο κείμενό μου: Τα τρένα σφυρίζουν. Τα πλοία σφυρίζουν. Τα αυτοκίνητα αγωνίζονται να λάμψουν. Η μπάντα ερμηνεύει ξεφτισμένες μουσικές. Κι εγώ ανάμεσα στους ορίζοντες, στις μνήμες και στα παιχνίδια μου, αγωνίζομαι να κερδίσω μια ιλαρή ουτοπία, μια ανέφικτη διαβεβαίωση.
Ξαφνικά σβήνει το φως. Ο επισκέπτης, αφού βγει έξω στον κόσμο, κουβαλά την ελαφρότητα των δικών του περιπλανήσεων.
η Τέχνη είναι κραυγή, δεν είναι ψίθυρος
-Πώς βλέπεις την πορεία της ελληνικής σύγχρονης Τέχνης; Θεωρείς ότι υστερεί σε σχέση με αυτή των ξένων καταξιωμένων καλλιτεχνών;
-Τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα απ’ ότι στις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν θα μπορούσε να πει κανείς, ξεκίνησε η επαφή με το Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Τη Σχολή του Μονάχου την ξεπερνώ. Σκοντάφτω πάνω στον Ελληνικό επαρχιωτισμό. Στη στείρα αντιγραφή. Στις εμμονές των «ειδικών». Στις «διαπιστευμένες» αυθεντίες. Στις προαποφασισμένες απόψεις. Στη διαπλοκή γύρω από συγκεκριμένα κέντρα. Στις συναντήσεις σε «φιλικά» σαλόνια. Στις υστερόβουλες παρέες. Στην εγκλωβισμένη σκέψη.
Κι όμως Τέχνη παράγεται. Παράγεται από ανθρώπους, που δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Που ξεπερνούν τις αγκυλώσεις. Που τα βάζουν με τις φοβίες τους. Που έχουν καθαρή ματιά. Που εντέλει βλέπουν.
Το ερώτημα βέβαια παραμένει: Ποιοι είναι οι δίαυλοι επικοινωνίας με τον έξω κόσμο;
Είναι άραγε αυτός ο στόχος ή το αποτέλεσμα;
Έχουμε την υποχρέωση να εκτεθούμε, αν δεν έχουμε κάτι να πούμε;
Ας κάνει ο καθένας μας την ενδοσκόπησή του. Ας βρει την αλήθεια του, χωρίς να κοπιάρει τις αλήθειες άλλων. Ας αφεθεί στην καθαρότητα των αρχικών του προθέσεων κι ας υψώσει τη φωνή του. Γιατί η Τέχνη είναι κραυγή, δεν είναι ψίθυρος.
Και τότε θα διαμορφωθεί μια εθνική πολιτισμική συνείδηση.
-Η Τέχνη είναι επάγγελμα ή ένα ταξίδι προς την προσωπική ευτυχία και την ολοκλήρωση;
-Η Τέχνη δεν είναι επάγγελμα, απ’ όποια πλευρά και να το δει κανείς. Γι’ αυτό και οι διαπιστεύσεις αντιπροσωπεύουν το απόλυτο τίποτα, αν δεν ανταποκρίνονται σε ένα ουσιαστικό – δημιουργικό αποτέλεσμα.
Δυστυχώς αρκετές δεκαετίες τώρα, έχει χαθεί η μαγεία αυτής της υπαρξιακής αγωνίας. Κοιτάζουμε προς τα πίσω ηρωοποιώντας καλλιτέχνες του παρελθόντος, ενώ στην ουσία τους εντάσσουμε στη δική μας λογική του «ευρήματος».
Έτσι άραγε ξεκινήσαμε στη νιότη μας;
Θυμάμαι τον εαυτό μου να γοητεύεται από τις ζωές των άλλων. Να θέλει να εμπλακεί στην περιπέτεια του «δεν υπάρχει αύριο». Σ’ αυτή την παραμυθία της αυτοκαταστροφής. Της θυσίας. Της αλήθειας. Της οδυνηρής εκπλήρωσης.
Βλέπω πολλούς νέους σήμερα, να οργανώνουν ένα επαγγελματικό ντοσιέ, ακολουθώντας τις οδηγίες των μεντόρων τους, χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στο περιεχόμενο της δουλειάς τους.
Οργανώνουν τη συμπεριφορά τους. Τους ενδυματολογικούς τους κώδικες. Τη στειρότητα της διαδικασίας, πάνω από τις καλά κρυμμένες «συγκινησιακές μεταβολές». Λέξεις που έχουν απαξιωθεί ως επιλήψιμες.
Δεν έχουν βέβαια απολύτως άδικο. Αυτό κληρονόμησαν. Αυτό αναπαράγουν.
Οι «εξαιρέσεις» πάντως επιμένουν. Ευτυχώς!
-Θεωρείς ότι οι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν τη θέση που τους αξίζει στο εξωτερικό;
-Όταν μιλάμε για Τέχνη, αναφερόμαστε πάντα στις εξαιρέσεις. Τις δημιουργικές εξαιρέσεις που από ιδιοσυγκρασία, αντικαθιστούν το τοπικό ιδίωμα με το δικό τους. Οι μέσοι όροι, ανεξάρτητα αν έχουν χαρίσματα αναρρίχησης, παραμένουν στην ουσία μέσοι όροι.
Οι «εξαιρέσεις» λοιπόν κατέγραψαν μια «διεθνή» πορεία, όταν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν την οικουμενική, αλλά και την εγχώρια δυσπιστία. Όταν βρήκαν το θάρρος να αντιμετωπίσουν την συλλογική – πολιτιστική μας ήττα.
Κάποιοι απέφυγαν να διαφημίσουν την καταγωγή τους. Το περίφημο δόγμα της «βαριάς» βιομηχανίας της χώρας. Και καλά έκαναν. Επέστρεψαν λοιπόν, μιλώντας με ξενική προφορά.
Αξίζει να ανατρέξει κανείς στις δηλώσεις του Γιάννη Κουνέλλη, για τα πράγματα στην Ελλάδα. Θα ανακαλύψει και ίσως αναγνωρίσει αρκετές αλήθειες.
-Πώς βλέπεις την αγορά της Τέχνης παγκοσμίως;
-Θέλω εδώ να κάνω μια αναφορά αντιγράφοντας τον Jean Dubuffet, εισηγητή του όρου Art Brut, δηλαδή, της ακατέργαστης τέχνης, της τέχνης του περιθωρίου. «Η τέχνη δεν πάει να κοιμηθεί στο κρεβάτι που έστρωσαν άλλοι γι’ αυτήν. Θα προτιμήσει να δραπετεύσει παρά να αποκαλυφθεί. Αυτό που της αρέσει είναι να κυκλοφορεί ινκόγκνιτο. Οι καλύτερες στιγμές της είναι, όταν ξεχνάει το ίδιο της το όνομα».
Και πράγματι, είναι ξεκούραστο για κάποιον να προσφύγει σε μια εκλογικευμένη, κοινωνικά αποδεκτή, ερμηνεία του κόσμου γύρω του, δρομολογώντας έτσι τη ζωή του πάνω σε ράγες που εξυπηρετούν μιαν επιφανειακή στάση, ώστε να μην υπάρχει ο κίνδυνος φθοράς της γενικότερης κοινωνικής υπερδομής.
Η αλήθεια όμως είναι, πως τα αδιέξοδα μιας αιρετικής συμπεριφοράς, είναι εκείνα που πιθανώς οδηγούν στη δυναμική νέων, άφθαρτων, ουσιωδών επιλογών.
Επιλογών που για τη διαμόρφωσή τους έχουν συμβάλλει κυρίως κρυφοί, εντός εισαγωγικών ανάξιοι λόγου, συνειδητοί ή ασυνείδητοι παράγοντες και όχι τόσο ορθολογικά επιχειρήματα, που στην ουσία αποτελούν επικοινωνιακά τεχνάσματα.
Πώς μπορεί λοιπόν κανείς, μετά από τέτοιες προσεγγίσεις να ενταχθεί σε μια χρηματιστηριακή λογική; Αυτό που στην πραγματικότητα έχουν να αντιμετωπίσουν οι σύγχρονοι καλλιτέχνες, είναι η ανυπαρξία. Η περιπέτεια πάντως παραμένει περιπέτεια. Ο θεατής είναι ο ευτυχέστερος, μιας και υπάρχουν οργανωμένα μουσεία, βιβλία, το internet, οι ξεναγήσεις, οι τεκμηριώσεις. Τόσες και τόσες επιλογές που μπορούν να συνοδεύσουν το ταξίδι του.
-Ποια η άποψή σου για την conceptual art;
-Η δική μου η δουλειά είναι παραστατική. Το ερώτημα για τον καθένα μας είναι, αν θα πρέπει να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο ρεύμα – τάση – σχολή ή όχι. Και απαντώ, να κάνει κανείς αυτό που του ταιριάζει σαν ιδιοσυγκρασία, αυτό που είναι συνεπές με τη στάση ζωής του. Άλλωστε δεν είναι κάτι που μπορεί να επιλέξει. Η εκ των προτέρων επιλογή είναι εκ του πονηρού. Θα μπορούσε να επηρεαστεί από οποιοδήποτε κίνημα. Όλα άλλωστε τα διαπερνά το ίδιο νήμα. Μια συνέχεια πραγμάτων. Μια κλωστή. Η εναλλαγή ίσως, της «κηλίδας και του διαγράμματος», σύμφωνα με τον Keneth Clark.
Προσωπικά έχω στο πίσω μέρος του μυαλού μου τον Matisse και τον Peter Blake και στον χώρο που δουλεύω μια φωτογραφία του Rodin.
Δεν με χαλάει το «σιντριβάνι» του Marcel Duchamp. Το να προηγείται δε η ιδέα της υλοποίησης, της «πραγμάτωσης» σύμφωνα τον Cezanne, δεν μου προκαλεί έκπληξη.
-Μελλοντικά σχέδια…
-Να συνεχίσω να ζωγραφίζω.
Τώρα που βρίσκομαι μέσα στη διαδικασία της έκθεσης, δεν έχω καθαρή ματιά.
Όταν τελειώσει, θα έχω να αντιμετωπίσω ένα κενό, μια αύρα, μια υπόσχεση, μια απειλή ίσως. Μια κατεύθυνση. Αυτή την αίσθηση «του να μπορέσω να κάνω περισσότερα πράγματα».
Θέλω γρήγορα να εμπλακώ και πάλι, σε μια καινούργια διαδρομή.
Έχω στο εργαστήριό μου ένα παπαγαλάκι Budgie. Του αρέσουν το νερό που τρέχει και η μουσική από το κινητό.
Έχει παρακολουθήσει, με τον τρόπο του, τη δουλειά των τελευταίων μου εκθέσεων, χωρίς να διαμαρτύρεται. Μόνο που αναστατώνεται όταν ανάβω το φως τη νύχτα. Έτσι το σκεπάζω, μέχρι το επόμενο πρωί.
Σήμερα άλλαξε ο καιρός. Δεν το έβγαλα στο μπαλκόνι.
Αναρωτιέμαι, σε πόσες εκθέσεις ακόμη, θα νοιώθω την παρουσία του.
Who is Who
Ο Γιάννης Αδαμάκης γεννήθηκε το 1959 στον Πειραιά. Έχει παρουσιάσει τη δουλειά του σε 37 ατομικές και πολλές ομαδικές εκθέσεις σε Ελλάδα, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Κύπρο, Νορβηγία, Πολωνία, Ρωσία και Τουρκία, ανάμεσα στις οποίες οι διεθνείς Art fairs: “Αrt Athina” (Αθήνα), “Art Jonction” (Νίκαια, Γαλλία), “Lineart” (Γάνδη, Βέλγιο), “Art Paris” (Παρίσι, Γαλλία) και “Art Thessaloniki” (Θεσσαλονίκη).
Έχει επίσης συμμετάσχει σε τρεις διεθνείς εικαστικές συναντήσεις: στο Τσερεποβέτς (Ρωσία), στο Μπίλεφελντ (Γερμανία) και στο Κουσάντασι (Τουρκία).
Η έκθεση “Passepartout” είναι η έκτη ατομική του έκθεση στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη. Κείμενα του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, εφημερίδες και εικαστικούς καταλόγους. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Info Έκθεσης
Γιάννης Αδαμάκης «Passepartout»: Ατομική έκθεση στη Γκαλερί Ζουμπουλάκη
Διάρκεια: 30 Ιανουαρίου – 24 Φεβρουαρίου 2024