Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ο Γιώργος Μαυροΐδης, Κύπριος στην καταγωγή, γεννήθηκε στον Πειραιά το 1912 και πέθανε στην Αθήνα το 2003. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Λάρνακα και μετά ήρθε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Παρά το ζωηρό ενδιαφέρον του για την ζωγραφική οι τότε συνθήκες δεν του επέτρεψαν να ασχοληθεί όπως το επιθυμούσε.
Το 1947 εντάχθηκε στο διπλωματικό σώμα μέχρι το 1959 που παραιτήθηκε, όταν εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Από την ΑΣΚΤ αποχώρησε το 1982, ενώ την περίοδο 1975 – 1977 διατέλεσε διευθυντής και αργότερα ο πρώτος της πρύτανης.
Στη ζωγραφική υπήρξε αυτοδίδακτος και μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου άρχισε να ζωγραφίζει συστηματικά, πειραματιζόμενος με τις τεχνικές του λαδιού, της τέμπερας, της υδατογραφίας και της χαρακτικής εγκαυστικής τέχνης.
Στη δεκαετία 1954-1964, μετά από την μελέτη των εικαστικών τάσεων στο Παρίσι το 1950-52, κατέκτησε πλέον το προσωπικό του ύφος: Δισδιάστατος χώρος, έντονα καθαρά χρώματα, δυναμική και εκφραστική πινελιά που αναδεικνύει το πρόσωπο σαν ψυχή του σώματος.
Επιβλήθηκε στους πρωτοποριακούς κύκλους της εποχής, και έγινε ο σύνδεσμος ανάμεσα στον «ελληνοκεντρισμό» της γενιάς του 1930 και στη διεθνή ιδεολογία των νεότερων που ακολουθούσαν τις στυλιστικές κατευθύνσεις και αναζητήσεις των μεγάλων εικαστικών κέντρων.
Στη συνέχεια, οι βασικοί χαρακτήρες της δουλειάς του αποκρυσταλλώθηκαν με ευανάγνωστο ύφος και σε μια οργανωμένη εικονογραφία εξπρεσιονιστικής ατμόσφαιρας, κατεξοχήν ανθρωποκεντρική. Κολορίστας, σχεδίαζε απευθείας με το χρώμα παρατηρώντας τα μοντέλα του, χτίζοντας τη σύνθεσή του άμεσα με βάση τους χρωματικούς συσχετισμούς και την πρόσπτωση του φωτός.
Ενός φωτός φυσικού, τεχνητού ή αναδυόμενου εκ των έσω παραμορφώνοντας συχνά τις φιγούρες. Όπως έλεγε και ο ίδιος: όταν ζωγραφίζω έναν άνθρωπο, είτε άνδρας είναι, είτε γυναίκα, ξεχνώ το κάθε τι που με συνδέει με αυτόν και δεν βλέπω επάνω του παρά εκείνο μόνο που μου «αντιστέκεται», δηλαδή τα στοιχεία που βρίσκονται πίσω από την ουδετερότητα του.
Πρόκειται για στοιχεία που συνεχώς μεταλλάσσονται, προεκτείνονται και τελικά ενώνονται μαζί μου.»
Η γόνιμη θεωρητική ενασχόλησή του με ζητήματα της αφηρημένης τέχνης και η μακρά θητεία του στον εξπρεσιονισμό, καθορίζουν τις αισθητικές κατευθύνσεις του ζωγραφικού έργου του. Ασχολήθηκε επίσης με την συγγραφή διηγημάτων όπως: «Σημεία Φυγής», (Τετράδιο, 1945), «Καθρέφτες» ( Ίκαρος, 1947), καθώς και ποιήματα -“Το κρυφό” (1989), “Το γιοφύρι ” (1990), “Μέσα ποταμός” (Καστανιώτης, 1993), “Ίσαμε πού;” (Άγρα, 1995), “Το μακρινό ταξίδι” (Άγρα, 2003).
Ο Μαυροΐδης υπήρξε δάσκαλος πολλών σημαντικών καλλιτεχνών μας. Η σχέση ανάμεσα στο δάσκαλο και το μαθητή «είναι μια “ερωτική” φιλοσοφία με βαθύτερη έννοια», έλεγε το 1991 σε συνέντευξή του:
«Πρέπει να υπάρχει μια μύηση των νέων και επομένως πρέπει να υπάρχει όλος ο αναγκαίος ψυχισμός. Χρειάζεται μεγάλη αγάπη… Η τέχνη τα τελευταία χρόνια, το κλίμα και η “πιάτσα” της τέχνης, όχι μόνο εδώ αλλά και αλλού, συνέτειναν στο να ξεχαστεί αυτό που λέω. Έτσι, τεχνοκρατικά, προσπαθούν να μάθουν ορισμένα παιδιά τι να κάνουν για να γίνουν έμποροι…».
Επίσης σε άλλη του συνέντευξη επισημαίνει: «Είναι πάρα πολύ δύσκολο να έχει κανείς τα “προς το ζην” από τη ζωγραφική. Τις περισσότερες φορές, όταν ένας είναι πραγματικός καλλιτέχνης, είναι πολύ πιθανό να μην μπορεί να υπάρξει… Και αυτό έχει σχέση με τους κριτικούς, με τους εμπόρους, με τις λεγόμενες “κλίκες”, αλλά και με ορισμένους οι οποίοι παρουσιάζονται τώρα σαν αγοραστές.
Όλα αυτά γίνονται πολλές φορές εις βάρος της πραγματικής καλλιτεχνικής ψυχής… Μεγάλος ζωγράφος δε βγήκε κανένας. Και το τονίζω αυτό. Αλλά αληθινοί ή όχι ζωγράφοι υπάρχουν. Προσπαθεί καθένας έξω απ’ όλον αυτόν το συρφετό, να κάνει λιγάκι πιο αληθινό έργο».
Παρακολουθούσα πάντα με ενδιαφέρον την δουλεία του καθηγητή Γιώργου Μαυροίδη επηρεασμένος και από τις διηγήσεις φίλων μου αποφοίτων του εργαστηρίου του στην ΑΣΚΤ, αλλά και μοντέλων που πόζαραν για αυτόν. Αρκετοί ομολογούσαν ότι ήθελαν αρκετό χρόνο και δυναμική ενδοσκόπηση για να απαλλαγούν από την εμφανή επιρροή του στη ζωγραφική τους έκφραση.
Η επιρροή και η έντονη προσωπικότητα του ήταν για αυτούς καταλυτική. Είχα δει την αναδρομική έκθεση του στην Εθνική Πινακοθήκη το 1986 και πολλές εκθέσεις έργων του όπως στην Γκαλερί «Ιόλας-Ζουμπουλάκη» το 1975 και μετά στην Γκαλερί «Αργώ», από το 1976 έως το 2003 στην αναδρομική έκθεση στο Ίδρυμα Β. και Μ. Θεοχαράκη.
Δεν ξεχνώ μια από τις εκθέσεις του το 1981 με μεγάλα μονοχρωματικά γρήγορα εκτελεσμένα σχέδια, με μια βιαιότητα στη γραφή, στο πνεύμα της σχεδιαστικής κληρονομιάς του Πικάσο, τα οποία διέφεραν πολύ από τις γνωστές συνθέσεις του με νεκρές φύσεις, τοπία και ανθρώπινες μορφές.
Όμως η ουσιαστική γνωριμία μας συνέβη και άνθισε θετικά από το 1992 την περίοδο που ήμουν καλλιτεχνικός διευθυντής της Γκαλερί Dada. Σχεδόν κάθε μέρα κατά τις 11 το πρωί ερχόταν στην γκαλερί πριν επιστρέψει από την βόλτα του στην οδό Στησιχόρου που διέμενε.
Με την εξαιρετική ευφράδεια του, την ευφυία του και την αρμονική παρά την ηλικία μορφή του υπήρξε και για μένα σημαντικός δάσκαλος με την ευρεία έννοια του όρου. Μια ελκυστική προσωπικότητα που με χιούμορ και ενίοτε με σαρκαστική δεξιότητα έλεγε παραστατικά ανέκδοτες ιστορίες από την πολύχρονη θητεία του στην Σχολή, τις απόψεις του για τους άλλους καθηγητές, για μαθητές του που έκαναν διεθνή καριέρα και βέβαια για την σύγχρονη τέχνη και τις παραδοξότητες της.
Η ευρύτητα των πνευματικών του οριζόντων και η προσωπική του γοητεία ήταν για μένα ένα κλειδί προσέγγισης του ζωγραφικού του τρόπου. Ενός τρόπου μαιευτικής του χρώματος που έχτιζε την σύνθεση με προσθαφαιρέσεις πινελιών, χωρίς η διαδικασία να είναι action painting αλλά χειρονομιακή διάπλαση της υπαρξιακής οντότητας της μορφής.
*Ο Κώστας Ευαγγελάτος είναι Ζωγράφος, Λογοτέχνης, και Θεωρητικός της Τέχνης