Ο μάγκας που τρώει καρπούζι
«Κορυφαίος πίνακας του μεγάλου ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Περικλή Πανταζή, ο οποίος έζησε στο Βέλγιο και –δυστυχώς– χάθηκε μόλις στα 35 του χρόνια. Είχε πρωτοεκτεθεί στην Αθήνα με τίτλο “Αγυιόπαις (μάγκας) των Αθηνών τρώγων υδροπέπονα”.
Η μορφή του νέου βρίσκεται στο υπέροχο δρομάκι με τα σκαλοπάτια προς την Παναγία τη Χρυσοκαστριώτισσα στην Πλάκα, ακτινοβολώντας τη ζεστή αρμονία των ψυχρών και
των θερμών χρωματικών του τόνων».
Ο Πανταζής με την πρόσληψη και αφομοίωση των νεωτεριστικών απόψεων της εποχής του, αναδείχθηκε σε σημαντική φυσιογνωμία της ζωγραφικής του 19ου αιώνα. Ζώντας στο Βέλγιο, επέτυχε να συμπυκνώσει τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις του μοντερνισμού και, εκθέτοντας συχνά στην Αθήνα, να δώσει την αφορμή στους συμπατριώτες του να γνωρίσουν τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνταν στην τέχνη στα ευρωπαϊκά κέντρα.
Κατά την παραμονή του στην Αθήνα από το καλοκαίρι του 1880 έως τις αρχές του 1881 ζωγράφισε μια σειρά έργων τα οποία παρουσίασε στην έκθεση που οργανώθηκε υπέρ του Ερυθρού Σταυρού στην οικία Β. Μελά, μεταξύ των οποίων και το έργο με τον τίτλο «Αγυιόπαις (μάγκας) των Αθηνών τρώγων υδροπέπονα», που ανήκει στην Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ. Η αναφορά στον τίτλο του ονόματος της πόλης των Αθηνών καθώς και η χαρακτηριστική τοπογραφία της Πλάκας που σαφώς διακρίνεται στο στενοσόκακο με τα σκαλοπάτια της Παναγίας της Χρυσοκαστριώτισας στο βάθος καθώς και το αρχαίο κολωνάκι ενσωματωμένο στον τοίχο αριστερά, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι το έργο φιλοτεχνήθηκε στην Αθήνα.
Το έργο αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα ζωγραφικής στο οποίο η ανθρώπινη μορφή εντάσσεται στο χώρο πλήρως ταυτισμένη με αυτόν καθώς το μεσογειακό εκτυφλωτικό φως δρα καταλυτικά, ενοποιώντας τους χρωματικούς τόνους που καταλήγουν σχεδόν στη μονοχρωμία του γαλάζιου και της ώχρας.
Παράλληλα απομακρύνεται από την εξιδανικευμένη απεικόνιση της μορφής, επιδιώκοντας να αποδώσει όχι μόνο τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του παιδιού αλλά και την ψυχική διάθεση της στιγμής, στοιχεία που συναντώνται στο έργο των ρεαλιστών ζωγράφων.
Πηγή: Συλλογή Ε. Αβέρωφ