Γράφει η Τζούλια Ανδρειάδου, εικαστικός
Το όνομα Γιάννης Μιχαηλίδης μπορεί να γεμίζει λίγες σελίδες του τηλεφωνικού καταλόγου, όμως ο Γιάννης Μιχαηλίδης ο ζωγράφος αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση. Με αυτό εννοώ ότι ήταν και θα παραμείνει ως ένας καλλιτέχνης με ιδιαίτερη ζωγραφική ταυτότητα που κυριαρχεί στον εικαστικό χώρο στα σύνορα μεταξύ αφηρημένης και παραστατικής ζωγραφικής. Έχει ήδη καταγραφεί όλο το εύρος της δουλειάς του (ΜΙΕΤ).
Ο λόγος που γράφω το παρακάτω σύντομο κείμενο είναι για να προσθέσω κάποιες σημειώσεις στο περιθώριο των έργων του σχετικές με την ζωή του. Δεν συνηθίζεται κάτι τέτοιο στις αισθητικές ή όποιες άλλες αναλύσεις ή αναφορές για το έργο ενός καλλιτέχνη. Μου δίνεται η εντύπωση ότι ο κόσμος συχνά μας θεωρεί ως αιθεροβάμονες που μπορεί να ζουν χωρίς τις ανάγκες των άλλων ανθρώπων! Έχουμε τις ίδιες ανάγκες, τα ίδια ελαττώματα και προτερήματα, αλλά και περισσότερη φαντασία, κάτι που γενικά λείπει από το σύνολο της ανθρωπότητας.
Ο Μιχαηλίδης δούλευε ως πρωτομάστορας απ’ όταν ξεκίνησε με τις δικές του αναζητήσεις και τεχνικές που τον καθιέρωσαν, ενώ παράλληλα ζούσε την κρυφή αγωνία κάθε γνήσιου καλλιτέχνη να πετύχει τον στόχο του, ισορροπώντας μεταξύ Τέχνης και καθημερινότητας. Το μαρτυρούν οι τίτλοι από τις σειρές των έργων του. Ενδεικτικά αναφέρω μερικούς: ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ / Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΣΚΟΥΡΙΑΣ / ΑΚΑΛΥΠΤΟΣ ΧΩΡΟΣ / ΤΑ ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ.
Αναρωτιέμαι όπως και πολλοί άλλοι, γιατί η ελληνική Πολιτεία πετάει στα μπάζα ό,τι πιο πολύτιμο διαθέτει σήμερα, τον Πολιτισμό
Ως μη σπουδασμένος σε σχολές Καλών Τεχνών, αλλά μελετητής της Τέχνης και της Ποίησης, προχωρούσε όχι σε στρωμένο χαλί, αλλά βήμα – βήμα παλεύοντας να δαμάσει το υλικό του, να το μεταπλάσει, να διεγείρει σκέψεις, συνειρμούς και συναισθήματα μέσα από μια προσωπική γραφή.
Στις σειρές των αφαιρετικών έργων του, πλανάται μια επιρροή από τις κλασικές πλέον αφαιρετικές συνθέσεις του Γιάννη Σπυρόπουλου.
Τον Γιάννη τον πρωτογνώρισα στη διάρκεια της α! ατομικής μου έκθεσης το 1968 στην «Άστορ» γκάλερι. Ένα πρωϊνό ήρθαν δύο νέοι, ο Γιάννης Κοντός – ποιητής και ο Γιάννης Μιχαηλίδης – ζωγράφος. Πιάσαμε την κουβέντα περί τέχνης και ποίησης, για τι άλλο! Κρίμα που έχουν φύγει και οι δύο από την ζωή πριν την ώρα τους. Ο Γιάννης δούλευε τότε σε Εργαστήριο Γραφικών Τεχνών και παράλληλα ζωγράφιζε. Είχαμε κοινά σημεία. Συμπορευτήκαμε σε ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ και ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ εκθέσεις και η προσωπική του ζωγραφική ταυτότητα είχε φανεί από αυτές τις πρώτες του παρουσίες. Ταλαντούχος και εργατικός άνοιξε αργότερα ένα εργαστήριο στην περιοχή της Ακρόπολης, όπου έφτιαχνε κορνίζες. Εκεί δούλευε και τα έργα του!
Εκεί γνωρίστηκε με πλήθος καλλιτεχνών από διαφορετικές γενιές, αλλά και με φιλότεχνους. Εκεί έδεσε γερούς δεσμούς φιλίας με καλλιτέχνες, όπως με τον Νίκο Χουλιαρά, τον Κύριλλο Ζαρρή, την Βούλα Μασούρα κι’ άλλους, κι’ άλλες.
Η φιλία του με την Τζούλια Δημακοπούλου καταγράφει μια συνεργασία πολλών ατομικών εκθέσεων στη γκαλερί «Ν. Μορφές».
Μέσα από το επάγγελμα του είχε την ευκαιρία να μελετήσει ανθρώπινες συμπεριφορές και είχε την ικανότητα να ξεχωρίζει τους αυθεντικούς καλλιτέχνες από τους κάλπικους. Όσο και αν δεχόμαστε ότι οποιαδήποτε κριτική περί Τέχνης βασίζεται σε υποκειμενικά κριτήρια, άλλο τόσο πιστεύω, δεχόμαστε ότι υπάρχει ένας κοινός τόπος που συμφωνούμε οι γνωρίζοντες, τι εννοείται αντικειμενικά καλή δουλειά, και τι κοινότοπη.
Τα κουβεντιάζαμε όλα αυτά από παλιά και μάθαινα ακούγοντας τον, για πρόσωπα και καταστάσεις που δεν γνώριζα. Συμφωνούσαμε ότι από μια σύμπτωση τολμήσαμε τόσο εκείνος όσο κι’εγώ να κάνουμε το πρώτο μας βήμα, την ίδια χρονιά στο αθηναϊκό εικαστικό τοπίο, ήδη κατειλημμένο την δεκαετία του ’60 από τα γνωστά ονόματα εκείνων των καιρών, λίγα σε σχέση με τα σημερινά, σε μια Αθήνα με πολύ λιγότερο πληθυσμό και μόλις 5-6 γκαλερί!
Η Α΄ατομική έκθεση του Γιάννη Μιχαηλίδη έγινε στη γκαλερί Ν. ΜΟΡΦΕΣ το 1968 και έτσι ξεκίνησε όχι μόνο μια συνεργασία που κράτησε πολλά χρόνια, αλλά και μια φιλία που επίσης κράτησε μια ζωή!
Από εκεί προέκυψε το έργο της Τζούλιας Δημακοπούλου που έχει ζωγραφήσει τον Γιάννη και την Βαγγελιώ, την γυναίκα του.
Η Βαγγελιώ είναι το θεμέλιο όπου έκτισε ο Γιάννης Μιχαηλίδης την ζωή του και το έργο του με αγάπη και αφοσίωση στην Τέχνη και την οικογένεια του! Τα μονοπάτια που περπάτησε, τα ακολουθούν οι δυο γιοί τους. Ο Μίλτος είναι ζωγράφος και ο Μιχάλης είναι συγγραφέας.
Δεν ήταν ρόδινα τα χρόνια που έζησε ο Μιχαηλίδης, ούτε για όσους ανήκουμε στην ίδια πάνω – κάτω γενιά. Δουλειά και ζωγραφική είναι ζόρικος συνδυασμός, όπως φροντίδα για την οικογένεια και ζωγραφική επίσης, αλλά το κάναμε με πείσμα για να κρατήσουμε μια ποιότητα μακρυά από εντυπωσιασμούς και φτηνές προκλήσεις.
Τότε περνούσαν όλα από τα χέρια μας:
Αγοράζαμε τα ξύλινα τελλάρα από τον Κατσαχνιά στην περιοχή της πλ. Ομονοίας και το κάμποτο από το Μοναστηράκι στην οδό Μητροπόλεως. Τα τελλαρόναμε με κοσκινόπροκες και τα περνούσαμε με κόλλα που την αγοράζαμε σε σκληρά φύλλα και τα λιώναμε με ειδικό τρόπο, τον λεγόμενο μπαίν – μαρί, (bain – marie).
Η γνώση προέρχονταν από τους παλιότερους και έτσι ξεκινούσε το μαγικό παιχνίδι της ζωγραφικής που πιστεύω πως απέχει έτη φωτός από τα σημερινά των κομπιούτερς! Αυτό το μαγικό παιχνίδι γνώριζε καλά ο Γιάννης και τον γοήτευε πάντα! Φαίνεται από την ευρηματικότητα, τις αποχρώσεις των κρυφών συναισθημάτων όπως δούλευε τα χρώματα, την νοσταλγία για τους τόπους που αγάπησε και ακόμα για την θλίψη που προκαλεί η φθορά. Έχω θαυμάσει την γοητεία του μπλε στις θάλασσες του στη σειρά ΥΔΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ και τις ματιέρες του στη σειρά Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΣΚΟΥΡΙΑΣ! Έχω θαυμάσει επίσης την σωματική αντοχή του, εξαντλητική υποθέτω μέχρι να φτάσει τον στόχο του!
Ο Γ. Μιχαηλίδης ανήκει στη γενιά των ελλήνων καλλιτεχνών του 20ου αιώνα, που αν ζούσαν σε κάποια χώρα του λεγόμενου Δυτικού κόσμου που στηρίζει τις Τέχνες, θα ήταν από χρόνια καθιερωμένοι ζωγράφοι, χαράκτες και χαράκτριες, γλύπτες και γλύπτριες!
Αυτό το πιστεύω επειδή γνωρίζω το έργο τους!
Αναρωτιέμαι όπως και πολλοί άλλοι, γιατί η ελληνική Πολιτεία πετάει στα μπάζα ό,τι πιο πολύτιμο διαθέτει σήμερα: τον Πολιτισμό! Και αρκείται στο να πουλάει τις δάφνες των προγόνων μας ως τουριστικό προϊόν! Πολιτισμός και Πολιτεία είναι κλώνοι από την ίδια ρίζα, είναι αυτονόητο!
Κλείνοντας αυτό το σύντομο αφιέρωμα στη μνήμη του φίλου Γιάννη Μιχαηλίδη, θέλω να προσθέσω το εξής: Ο Γιάννης δεν δέχτηκε την νοοτροπία του συνταξιούχου ζωγράφου. “Συνταξιούχος ζωγράφος” μου ακούγεται παράξενο ως γελοίο.
Παροπλισμένος και ανήμπορος νιώθει η/ο καλλιτέχνης που έχει γεράσει ή έχει αρρωστήσει και αυτό σε γονατίζει. Όμως ο Γιάννης δεν έχασε την αξιοπρέπεια που τον διέκρινε σε όλη του την ζωή! Και δεν ξεχνώ στα τελευταία μας τηλεφωνήματα να μου επαναλαμβάνει την φράση που του έλεγε η φίλη του η Βούλα Μ: “Τώρα πιά όσο φτάνει το χέρι μας Γιάννη”…Το παιχνίδι της Τέχνης κερδίζεται μέχρι το τέλος ΑΝ δύνασαι να το παίξεις! Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του έχασε το παιχνίδι.
Ήταν από τους λίγους ζωγράφους που γνωρίζω, που ΔΕΝ θεώρησε τα έργα του ως «προϊόν» και αξίζει να τον θυμόμαστε και γι’ αυτό!
*Σειρά έργων του Γ. Μιχαηλίδη
**Πηγή φωτογραφιών ΙΣΕΤ.