Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος*
Ο Αλέκος Κοντόπουλος γεννήθηκε 28 Μαρτίου 1905 στη Λαμία. Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική άρχισε στο γυμνάσιο της πόλης του. Το 1921 παρακολούθησε μαθήματα αγιογραφίας κοντά στον Γιώργο Σαραφιανό.
Το 1923, αφού έκανε την πρώτη του έκθεση σε καφενείο της Λαμίας, ήρθε στην Αθήνα και μετά από εξετάσεις φοίτησε στο τρίτο έτος της ΑΣΚΤ. Είχε καθηγητές τον Δημ. Γερανιώτη, τον Γιώργο Ιακωβίδη, τον Νικόλαο Λύτρα και τον Παύλο Μαθιόπουλο.
Αποφοίτησε με βραβεία το 1929 και το 1930 συνέχισε με υποτροφία τις σπουδές του στο Παρίσι. Το 1933 παντρεύτηκε την Μαρσέλ-Ραχήλ Μπουσάρ και επέστρεψε στην Αθήνα όπου έγινε ατομική έκθεση του με επιτυχία. Συνδέθηκε με τους «Νέους Πρωτοπόρους», ενώ το 1934 ήταν στα ιδρυτικά μέλη των «Ελεύθερων Καλλιτεχνών». Το 1935 επέστρεψε στο Παρίσι για μεταπτυχιακές σπουδές στις Ακαδημίες Collarossi και Grand Chaumiere, συμμετέχοντας παράλληλα στην ομάδα τέχνης Paris Montparnas.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1939 και από το 1941 εργάστηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στο οποίο και φιλοτέχνησε μια μεγάλη τοιχογραφία με κλασικιστικά συμβολικό θέμα. Συνέβαλε στην ίδρυση του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου, του οποίου υπήρξε αντιπρόεδρος το 1948.
Το 1949 συμμετείχε στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας των «Ακραίων» και το 1950 προτάθηκε από την AICA για το βραβείο Guggenheim. Συμμετείχε σε διεθνείς εκθέσεις όπως στις Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1953 και το 1955 που τιμήθηκε με το Αργυρό μετάλλιο, της Αλεξάνδρειας το 1959 και της Βενετίας το 1960. Η συμμετοχή του στην Μπιενάλε της Βενετίας είχε μεγάλη απήχηση και όλα τα έργα του αγοράστηκαν από συλλέκτες. Το 1973 κέρδισε το Α’ Κρατικό Βραβείο, αρνήθηκε όμως να το παραλάβει καταγγέλλοντας το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου και την «νοθεία της πνευματικής ζωής στην Ελλάδα». Πέθανε στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1975.
Αρχικά στα έργα που απεικόνιζε τοπία, προσωπογραφίες, γυμνά αλλά και συνθέσεις κοινωνικοπολιτικής θεματογραφίας εξαιρετικής ποιότητας στο πνεύμα της ρεαλιστικής παράδοσης. Το 1947 όμως άρχισε να στρέφεται ένθερμα προς την ανεικονική ζωγραφική και αναδείχθηκε ο κύριος πρωτοπόρος της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα.
Σημαντικό και χρήσιμο είναι επίσης το εμπνευσμένο συγγραφικό του έργο. Εκδόθηκαν τα δοκίμια του «Η σημερινή ζωγραφική» (1950), το «Εγκώμιον της σιωπής» (1970), τα «Αισθητικά δοκίμια» (1971) και «Η πνευματική ευθύνη» (1973).
Φύση ανήσυχη και εσωστρεφής, στοχαστικός, με σπάνια θεωρητική κατάρτιση, γεμάτος κατανόηση για τους νέους και τα μηνύματα της εποχής του. Ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του είχε εκδηλωθεί από τα σπουδαστικά του χρόνια αντιδρώντας στην ακαδημαϊκή διδασκαλία και την συντηρητική στάση των δασκάλων του σε μια εποχή που η ανάμνηση της Σχολής του Μονάχου κατά την γνώμη του καταδυνάστευε τον καλλιτεχνικό χώρο και αγνοούσε τις πρωτοποριακές αλλαγές στα μεγάλα εικαστικά κέντρα της εποχής.
Το 1929 που έφυγε με υποτροφία για σπουδές στο πολυπόθητο Παρίσι, όλα άρχισαν να αλλάζουν με βαθιά ενδοσκόπηση και κριτική ματιά στα νέα καλλιτεχνικά συμβάντα. Αφού παραμείνει τρία χρόνια εκεί μελετώντας στα μουσεία και εξασκούμενος στις ζωγραφικές τεχνικές επιστρέφει το 1934 στην Αθήνα και εκθέτει ατομικά.
Η έλξη της παρισινής καλλιτεχνικής ζωής του είναι όμως ακατανίκητη και επιστρέφει ώριμος πλέον να προσεγγίσει σε βάθος τις τεράστιες αισθητικές αλλαγές που έχουν ήδη παγιωθεί με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά κινήματα που έχουν γεννηθεί και ανθίζουν εκεί με διεθνείς προεκτάσεις. Μελετάει τα έργα του Πωλ Σεζάν, γνωρίζεται με τον Ζώρζ Μπράκ και εντρυφά στην γεωμετρική αφαίρεση.
Το 1940 με τον πόλεμο επιστρέφει πάλι στην Αθήνα στα φοβερά χρόνια της κατοχής. Συμμετέχει στην Αντίσταση φιλοτεχνώντας αφίσες και σκηνές από την σκληρή καθημερινότητα και τους αγώνες του λαού ενάντια στον φασισμό και τον ναζισμό. Συνειδητοποιεί πλέον πως η αισθητική ερμηνεία του κόσμου απαιτεί μια νέα αναπαράσταση της φύσης. Σε ένα μανιφέστο που δημοσιεύει το 1949 λέει:
«ο σύγχρονος καλλιτέχνης παίζει με όλες τις δυνατές φόρμες της δημιουργίας, εργάζεται με τον δυναμισμό όλων των σχημάτων του σύμπαντος…»
Ο τεχνοκριτικός Τώνης Σπητέρης επισημαίνει: «Ουσιαστικά όμως η σημαντική συμβολή του Κοντόπουλου στην τέχνη της χώρας μας αποκαλύπτεται μετά το ταξίδι του το 1950 στο Παρίσι. Το 1952 μετά την έκθεση του το 1951 που αναφαίνονται σε πρώτη φάση οι νέοι πλαστικοί του προβληματισμοί.»
Μετά το θάνατό του, η χήρα του δώρισε την οικία του στον Δήμο Αγίας Παρασκευής, που την μετέτρεψε σε Δημοτική Βιβλιοθήκη. Στην γενέτειρα του Λαμία η Δημοτική Πινακοθήκη φέρει και αυτή τιμητικά το όνομά του.
Το 1976, η Εθνική Πινακοθήκη διοργάνωσε αναδρομική έκθεση του Αλέκου Κοντόπουλου με 130 λάδια και περίπου 90 σχέδια. Τότε είδα και απόλαυσα από κοντά μεγάλο σύνολο της πολυδιάστατης δουλειάς του. Αισθάνθηκα έναν απόλυτο σεβασμό και θαυμασμό για το ειδυλλιακό πρίσμα των διαχρονικών συνθέσεων του και το πνευματικό του σθένος.
Η αδρή δομή του σχεδίου, οι έντονες χρωματικές αρμονίες, οι αφηρημένες ή ανεικονικές συνθέσεις, οι ποιητικές καταγραφές στους πίνακες του παραπέμπουν στην ιδεαλιστική και πνευματική χροιά των έργων ήταν υποβλητικές και μυσταγωγικές εκλάμψεις.
Ιδιαίτερα ο τρόπος που ο Κοντόπουλος αναπτύσσει τις φόρμες, σε χρωματικά παλλόμενες επιφάνειες και η προσωπική του γλώσσα που μεταδίδει τα υπαρξιακά ζητούμενα και την μεγάλη κοινωνική ευαισθησία του στα ταραγμένα πολιτικά γεγονότα και εφιαλτικά συμβάντα της ταραγμένης εποχής της νιότης του, αλλά και στις μεγάλες προκλήσεις της ωριμότητας του είναι πάντα επίκαιρα. Ειδικά η κριτική του στάση στην τεχνολογική δύναμη που είχε ήδη αναπτυχθεί την δεκαετία του 1970 χαρακτηρίζουν την μεγάλη προσφορά και παρακαταθήκη του. Η εικαστική αρχαική μνημοσύνη του Αλέκου Κοντόπουλου για την δημιουργία ενός νέου κόσμου, με αέναο ύφος υπερβαίνει κατά πολύ ανάλογες απόπειρες και προσεγγίσεις με ορατές ακτίνας ελπίδας για ουσιαστικό αισθητικό προβληματισμό και υπαρκτή εικαστική μέθεξη.
* Ο Κώστας Ευαγγελάτος είναι Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της τέχνης.