Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος,
Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης
Ο Δημήτρης Φιλιππότης γεννήθηκε στον Πύργο Τήνου το 1839. Ήταν γιος του Ζαχαρία Φιλιππότη, γνωστού μαρμαρογλύπτη και εμπειρικού αρχιτέκτονα, ο οποίος είχε κατασκευάσει αρκετούς ναούς μεταξύ των οποίων την Μονή Αγίου Παύλου στο Άγιο Όρος, στην ανέγερση της οποίας συμμετείχε όταν έφτασε στα δεκατρία του και ο Δημήτριος και στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη όπου εργάστηκαν σε πολλά οικοδομήματα.
Ο Φιλιππότης πήρε τα πρώτα πρακτικά μαθήματα διακοσμητικής γλυπτικής κοντά στον πατέρα του και στη συνέχεια από το 1857-1861 πραγματοποίησε σπουδές γλυπτικής με τον Ch. Siegel στο Σχολείο των Τεχνών και αργότερα με τον διαπρεπή συμπατριώτη του Γεώργιο Φυτάλη. Ακολούθησε παραμονή του στην Αλεξάνδρεια που εκτέλεσε πολλές παραγγελίες και η συνέχιση των σπουδών του στη Ρώμη με υποτροφία του Ιδρύματος της Ευαγγελίστριας Τήνου.
Στην Ρώμη μαθήτευσε κοντά στον Emil Wolff. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1869 εκτέλεσε μια παραγγελία του Βασιλέα Γεωργίου Α’ και έλαβε δεύτερη υποτροφία πάλι για την Ρώμη.
Μετά εργάστηκε κυρίως στην Αθήνα. Ήταν η εποχή που οι δημοφιλείς Τηνιακοί μαρμαρογλύπτες της Αθήνας είχαν μεγάλη ανάπτυξη και διατηρούσαν εργαστήρια και εκτός του κέντρου κύρια στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, πάνω από το Πεδίον του Άρεως. Η δεκαετία του 1870 συνδέεται με την ίδρυση πολλών τηνιακών και ανδριώτικων μαρμαρογλυφείων. Το 1871 άνοιξε το μαρμαρογλυφείο του ο Δημήτριος Ζ. Φιλιππότης, στη συνοικία του Γερανίου, κάτω από την Ομόνοια, ενώ κατόπιν το μετέφερε στο ισόγειο κτηρίου της οδού Πατησίων, με την οικογένειά του να διαμένει στον πρώτο όροφο. Ήταν ο πρώτος που εισήγαγε μία πιο ανάλαφρη θεματογραφία στη γλυπτική, που μέχρι τότε ήταν προσκολλημένη στον αυστηρό κλασικισμό. Ιδιαίτερα παραγωγικός καλλιτέχνης καθόρισε με τις δημιουργίες του την εξέλιξη της νεοελληνικής γλυπτικής κατά την τελευταία τριακονταετία του 19ου αιώνα.
Το 1908 τιμήθηκε με το Σταυρό του Σωτήρος, ενώ το 1915 έλαβε το Μετάλλιο Γραμμάτων και Τεχνών. Πέθανε στις 28 Νοεμβρίου του 1919 στην Αθήνα.
Το έργο του Φιλιππότη προκάλεσε αρχικά το τότε νεοκλασικιστικό κατεστημένο, τόσο με τις ελεύθερες διακοσμητικές συνθέσεις του, που εισήγαγε θεματογραφικά στη νεοελληνική γλυπτική, όσο και με τη ρεαλιστική απόδοση των μορφών στις προτομές και στα επιτύμβια μνημεία του.
Ο ρομαντικής υφής ρεαλισμός του καλλιτέχνη δεν ήρθε βέβαια σε οριστική ρήξη με την επίσημη τέχνη του νεοκλασικισμού. Άνοιξε όμως τον δρόμο για μελλοντικές αναζητήσεις της νεοελληνικής γλυπτικής και άφησε αξεπέραστο παράδειγμα μεγάλου και αυθεντικού τεχνίτη, εξοικειωμένου με τη φύση και με τις δυνατότητες του υλικού του, κύρια του μαρμάρου. Δημιούργησε επίσης έργα που απεικονίζουν θέματα των απλών καθημερινών ανθρώπων.
Πολλά γλυπτά του κοσμούν δημόσιους χώρους της πρωτεύουσας όπως: το «Παιδί με σταφύλια» στην Πλατεία Συντάγματος, ο «Ξυλοθραύστης» 1901 και ο «Μικρός ψαράς» 1874 στο Ζάππειο, ο «Θεριστής» 1870, παράδειγμα διακοσμητικής γλυπτικής κήπων, η «Οπωροπώλις» και η «Άρτεμις με σκύλο» στον κήπο του ΚΑΤ, τα δύο μεγαλοπρεπή μαρμάρινα λιοντάρια στην σκάλα της Βίλας Καζούλη στην Κηφισιά, η προτομή της «Γαλάτειας» στην Πάτρα κ.ά. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Δημοτικό Βρεφοκομείο, στην Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, όπως τα ταφικά μνημεία της οικογένειας Κούππα, εξαίρετο γλυπτικό σύμπλεγμα-αρχιτεκτόνημα στο μοτίβο του μαυσωλείου και το επιβλητικό μνημείο της οικογένειας Αβέρωφ, στο Νεκροταφείο Πειραιώς, στην γενέτειρά του την Τήνο (Μουσείο Νεοελληνικής Γλυπτικής), καθώς και σε πλατείες, ναούς και νεκροταφεία άλλων πόλεων.
Στο κοιμητήριο του Δραπάνου στο Αργοστόλι με εντυπωσίασε από την παιδική μου ηλικία η περίφημη «Αναπαυόμενη» του Φιλιππότη, που φιλοτεχνήθηκε μετά την παραγγελία της οικογένειας της νεαρής θανούσης το 1874. Η μαρμάρινη, περίτεχνη και αρμονική κοριτσίστικη μορφή της Αγγελικής Λοβέρδου που ατενίζει με γλυκύτητα από έναν υπερβατικό γαλήνιο κόσμο, έχοντας στην άκρη των ποδιών της το όμορφο σκυλάκι της ήταν για μένα αλλά και για πολλούς επισκέπτες του Δραπάνου ένα μυσταγωγικό έργο τέχνης που μετέδιδε αισθητική συγκίνηση και ομορφιά.
Δυστυχώς οι κλιματολογικές συνθήκες, η εντόπια σεισμική ακολουθία πολλών χρόνων έχουν αλλοιώσει σταδιακά μέχρι σήμερα τα λεπτεπίλεπτα χαρακτηριστικά της αναπαυόμενης και η οξείδωση του μαρμάρου έχει προχωρήσει βαθιά. Εν τούτοις η εκφραστική δύναμη της σύνθεσης παραμένει και η επικίνδυνη ορατή φθορά επιτείνει το αίσθημα της περίλυπης διαχρονικά ψυχής για την απώλεια νεαρών αγαπημένων προσώπων.
Η «Αναπαυόμενη» σε ανάκλιντρο υπήρξε για μένα υπόδειγμα της νεοελληνικής γλυπτικής παράλληλα με τα αδρά μνημειακά έργα του μαθητή του Φιλιππότη, κορυφαίου γλύπτη Γεωργίου Μπονάνου που βρίσκονται στο ίδιο κοιμητήριο. Μάλιστα για χρόνια καθάριζα ευλαβικά και τακτικά τον τάφο της Αναπαυόμενης από τα αγριόχορτα σε εποχές που δεν λειτουργούσαν κανονικά οι δημοτικές υπηρεσίες, γράφοντας σχετικά άρθρα στον τοπικό τύπο για την διάσωση του. Το 2004 έδωσα διάλεξη για το επιτάφιο μνημείο στην Εραλδική και Γενεαλογική Εταιρεία Ελλάδος στην Αθήνα με κύρια αναφορά στην ανάγκη συντήρησης και προστασίας του.
Στην τεχνική του Φιλιππότη πρυτανεύει η στιβαρή κατατομή των προσωπικών χαρακτηριστικών, η ανάπλαση της λείας μαρμάρινης σάρκας, με βαθιά γνώση της κλασικής τεχνικής και της νεοκλασικής αισθητικής αντίληψης. Οι συνθέσεις απαυγάζουν τη χάρη της ζωής με φυσικότητα, συγκρατημένη διακοσμητικότητα που προσελκύει όλους τους θεατές και αποστασιωποιημένη μελαγχολία όσον αφορά τα ταφικά έργα.
Όσον αφορά στις ελεύθερες συνθέσεις του με κορύφωση τον «Ξυλοθραύστη» και άλλα ανάλογα γλυπτά του σε δημόσιους χώρους μεταδίδουν δυναμισμό, αττική ρώμη και αρχαϊκό πνεύμα αναβαπτισμένο όμως στο παρόν. Ο υπαρκτός φορμαλιστικός κλασικισμός με έρεισμα του την αρχαία γλυπτική ισορροπεί ανάμεσα στην εύπλαστη πραγματικότητα των μορφών με ισοζυγισμένες αναλογίες και την γενεσιουργό αναγεννησιακή δημιουργική αντίληψη με βάση την σπουδή της ανατομίας και την μελέτη της φύσης σε σύζευξη με το ιδεαλιστικό πλαίσιο και την αισθητική προσέγγιση της ανθρώπινης ύπαρξης.