Ο σκύλος στο μπαούλο

Γράφει η Βανέσσα Πανοπούλου

Βρέχει απόψε.

Το κορίτσι μου είναι πλέον σχεδόν 8 χρονών. Έχει αναπτύξει μια κάποια φοβία προς τις βροντές, ένα τικ που σα να συμβαδίζει με τις πιο φωτεινές αστραπές. Και τρέμει σε τακτά, μα κυρίως άτακτα, χρονικά διαστήματα. Τριγυρνάει σε όλο το σπίτι, ψάχνοντας να βρει μια ήσυχη γωνιά να ξεχειμωνιάσει εκεί. Μα το σπίτι αυτό είναι ζωντανό, έχει αέρα ανάμεσα στα κουφώματα, μας μεταφέρει τον ήχο της βροχής σε όλους τους χώρους και σκοτεινούς διαδρόμους. Στο πίσω δωμάτιο θα περίμενε κανείς πως θα μπορούσε να ηρεμήσει, μα και εκεί, να το, εκείνο το γνώριμο ταπ ταπ ταπ της βροχής. Στο μπάνιο, τότε, ίσως; Μα τους φωταγωγούς πάντα ξεχνάς, μικρό μου.

Και έτσι ξαναγυρνά και με βρίσκει, με κοιτά και δε καταλαβαίνει γιατί είμαι ήρεμη. Πέρσι που πρωτοεμφανίστηκε αυτή της η συμπεριφορά, διάβασα ότι η φοβία που αναπτύσσεται παράλληλα με τη ζωή έχει να κάνει με κάποιο σωματικό πόνο που νιώθουν τώρα στα γεράματα και τους τρυπώνει στο μυαλό την ιδέα ότι είναι ευάλωτα. Λίγο πριν είχε αρχίσει να κουτσαίνει και τ’ονομάσανε ε μάλλον είναι αρθριτικά. Και ξαφνικά, είμαι και εγώ ανήσυχη, γιατί ενώ είναι μόνο 8 χρόνια, είναι βίαιη η βροχή που μαίνεται και κυρίως οι διάφορες ημερομηνίες λήξης που μπαίνουν και αυτές στο σπίτι και έρχονται να με στριμώξουν στο όποιο εκεί που στέκομαι.

Ανεβαίνει στα έπιπλα, με την πλάτη γυρισμένη στο έξω. Που και που γυρνάει και κοιτάει μία το έξω μία εμένα, προσπαθεί να στριμωχτεί πιο πολύ πάνω στον τοίχο, να γίνει μια πεπιεσμένη μάζα και ύστερα ένα διαμάντι, να παγιδεύσει μέσα της όλο της το είναι, να μην έχει φόβο από τα στοιχεία, να αφήνει να την διαπερνάνε φαινομενικά τα πάντα μα να την αφήνουν ίδια, να κάνει τον εαυτό της να νιώσει ασφαλής.

Συνήθως κάπου εκεί ηρεμεί, απλώνεται εν αγνοία της στο μπράτσο του καναπέ που έχει ανέβει και την παίρνει ένας ανήσυχος ύπνος. Ξυπνάει σε κάθε παράφωνη βροντή μα αγνοεί τις περισσότερες. Συνήθως – γιατί σήμερα είναι ακόμα μια εξαίρεση. Τρέμει, στριμωγμένη στη γωνία της κουζίνας τόσο που νιώθω σχεδόν ότι θα σταματήσει η καρδιά της. Θυμάμαι τις προάλλες που άρχισε να συσπάται ολόκληρη και να προσπαθεί να με φτάσει για να της εξηγήσω για ακόμα μια φορά τι σημαίνει επιληπτική κρίση. Την παίρνω αγκαλιά όπως θα ήθελα να είχα κάνει προχτές, αντί να τρέχω πανικόβλητη μία στην κουζίνα για αλατόνερο, μία στο τηλέφωνο με τον κτηνίατρο όσο εκείνη έπεφτε με τη μούρη στο πάτωμα κάθε που προσπαθούσε να με φτάσει. Η μνήμη μπορεί να μετατραπεί ακαριαία στον χειρότερο, αναίτιο εχθρό, καθώς από τις 2 μας μόνο εγώ το θυμάμαι και μόνο εγώ μου κρατάω κακία.

Τελοσπάντων, την παίρνω αγκαλιά και κάπως σταματάει να τρέμει για τρία λεπτά, μα αυτή η βροντή μου τα χαλάει πάντα όλα. Καθόμαστε έτσι σαν να σταμάτησε ο χρόνος, αγκαλιά στο πάτωμα με εμένα να σκέφτομαι ότι μάλλον της επιβεβαιώνω τους φόβους της αντί να την καθησυχάζω και εκείνη μάλλον να μου λέει πριν πεθάνουμε, που θα πεθάνουμε να τώρα όπου να ναι, θέλω να ξέρεις ότι σου καταλογίζω όλες τις φορές που δε με τάισες όσο θα ήθελα.

Δίπλα μου στέκεται σκονισμένη η κιθάρα μου και θυμάμαι μια ολόκληρη ζωή πριν όταν ήταν κουτάβι στα Χανιά που όποτε έπαιζα κιθάρα ερχόταν και κούρνιαζε δίπλα μου και με κοίταζε μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Πιάνω την κιθάρα, με σκοπό να την γρατζουνίσω λίγο για να θυμηθεί τα παλιά μήπως σταματήσει να τρέμει. Μέχρι να καταφέρω να κουρδίσω, έχει εκ νέου πανικοβληθεί από τις βροντές και έχει ανέβει στο μπαούλο που βρίσκεται σχετικά δίπλα μου. Μου έχει γυρίσει την πλάτη για να κοιτάει τον τοίχο και είμαι σίγουρη ότι εύχεται να μπορούσε να του ανοίξει μία τρύπα σε κάποιο άνυδρο χτες ή τουλάχιστον προσπαθεί να διακτινιστεί κάπου που έχει πάντα καλοκαίρι. Αρχίζω να παίζω κάποιο τραγούδι που’χα γράψει εκείνη την περίοδο, μα δεν είναι αυτό που της άρεσε, και εκείνο δε μπορώ να το θυμηθώ και ό,τι θυμάμαι δε φαίνεται να καταφέρνει να συνομιλήσει μαζί της σε κανένα επίπεδο.

Έχω εξαντλήσει το ρεπερτόριο των τραγουδιών μου μα είμαι πεπεισμένη ότι θα το δαμάσω και εγώ μετά μουσικής το θηρίο που έχει μέσα της και της λέει ότι πρέπει να φοβάται. Κάπου εκεί αρχίζω να παριστάνω ότι παίζω το Asturias, γελάνε μέχρι και οι βροντές και τελικά επιδίδομαι σε αρπίσματα του επιπέδου μου απλά και μόνο για να κάνω θόρυβο, ν’ακούει εμένα και όχι τις βροντές. Στο δέκατο ή ίσως στο εικοστό ατελείωτο λεπτό από μια μελωδία που επαναλαμβάνεται στο άπειρο, στρέφει το σώμα της προς το μέρος μου και ξαπλώνει πάνω στο μπαούλο για να με κοιτάει. Να με κοιτάει να της παίζω κιθάρα και ν’αγνοεί επιδεικτικά το έξω. Κλειδωμένες στο τώρα ακούμε και οι δυο τις μελαγχολικές χαζομάρες που παίζω και κοιταζόμαστε.

Τετάρτη 4 το χάραμα, μια ακόμα ίδια ημέρα κατά τα άλλα για μένα, και όμως τώρα ξέρω με κάθε βεβαιότητα ότι αφού παρέλθουν όλες οι ημερομηνίες λήξης που έχω βάλει σε υπενθύμιση μέσα στο κεφάλι μου να μετράνε αντίστροφα σαν ωρολογιακές βόμβες, οι στιγμές που φτιάχνουμε με αυτούς που αγαπάμε δε θα σταματήσουν να έχουν υπάρξει και να είναι κλειδωμένες και εκείνες στο κάθε τώρα να μας κρατάνε παρέα.

Όπως εκείνο το ξημέρωμα κάποιου νέου έτους στο Μοναστηράκι, που γύρω από εμένα και την φίλη μου χορεύανε γιορτινά οι αρουραίοι της πόλης μας και εμείς τους κοιτάγαμε και μιλάγαμε για το πόσο ευάλωτο μπορεί να σε αφήσει μια στιγμή που επιλέγεις να την ζήσεις τολμηρά και αμετανόητα σύμφωνα με το ποιος διάολος τελοσπάντων είσαι, αλλά τελικά φτιάχναμε μια ακόμα τέτοια στιγμή που μου κρατάει ακόμα παρέα και ας μην είναι εκείνη πια εδώ.

Η μνήμη μπορεί να μετατραπεί ακαριαία στην πιο στοργική φίλη.

Ο σκύλος στο μπαούλο αρχίζει να ανοιγοκλείνει αργά τα μάτια του, προσπαθεί να τα κρατήσει ανοιχτά μα τελικά τα κλείνει. Πάντα πάνω στο μπαούλο, πάντα με εμένα να παίζω το ίδιο αβέβαιο κάτι, έξω η βροχή μαίνεται ακόμα και εκείνη, τελικά, κοιμάται, όσο τα δάχτυλά μου μουδιάζουν αναμφίβολα.

Πάντα πάνω στο μπαούλο, πάντα με εμένα να παίζω το ίδιο αβέβαιο κάτι,

έξω η βροχή μαίνεται ακόμα και εκείνη, τελικά, κοιμάται, όσο τα δάχτυλά μου μουδιάζουν αναμφίβολα.

 

Φωτο: Βανέσσα Πανοπούλου
Share this
Tags
Βανέσσα
Βανέσσα
Η Βανέσσα Πανοπούλου σπουδάζει στην Αρχιτεκτονική Χανίων και είναι υπεύθυνη για την επιμέλεια και την ροή άρθρων του ηλεκτρονικού μαγκαζίνο artviews. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με την δημιουργική γραφή και την αφηρημένη εξπρεσιονιστική ζωγραφική με ακρυλικά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Αυθεντικές όψεις της Μονμάρτης από τον Μορίς Ουτριλό

Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος, Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης.  Ο Μορίς Ουτριλό / Maurice Utrillo γεννήθηκε το 1883 στην Μονμάρτρη του Παρισιού. Ήταν ο γιος της...

Γιάννης Μετζικώφ: Το βλέμμα είναι η δύναμη μιας άηχης γλώσσας. Κανένας άνθρωπος δεν γλίτωσε από το βλέμμα του έρωτα και της αγάπης.

Γράφει η Μαργαρίτα Καρδαχάκη - Ιστορικός Τέχνης Επιμέλεια συνέντευξης: Ζέτα Τζιώτη  Με αφορμή τη νέα του έκθεση στην γκαλερί της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης, το artviews συνάντησε τον...

Λορέττα Γαΐτη: Εάν δεν φροντίζεις το έργο ενός καλλιτέχνη είναι σαν να πεθαίνει για δεύτερη φορά

Γράφει η Μαργαρίτα Καρδαχάκη - Ιστορικός Τέχνης Επιμέλεια συνέντευξης: Ζέτα Τζιώτη  Πριν από μερικές ημέρες οι πόρτες της Γκαλερί Σκουφά άνοιξαν στην καρδιά του Κολωνακίου για...

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

More like this