Γράφει ο Σωτήρης Χάιδας
Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια επισταμένη προσπάθεια να κατασκευαστούν ταινίες με πρόταγμα την κοινωνική και πολιτισμική κρίση της Ελλάδας, που υφήρπε εξαιτίας μιας επίπλαστης πάλαι ποτέ ευδαιμονίας και μιας οικονομικής φούσκας που έσβησε άδοξα σαν διάττοντας αστέρας και συμπαρέσυρε στο έρεβος όλη την μεσαία τάξη. Με κάποιες ομολογουμένως άγαρμπες απόπειρες και άλλοτε πομπώδεις ιστορίες που αρνούνταν να εμβαθύνουν με ρεαλιστικά κριτήρια για την πραγματική κατάσταση της χώρας στον εργασιακό μεσαίωνα που βιώνει, δεν συμβάδισε ποτέ με την απαισιοδοξία και την ματαιότητα που έχει απλωθεί σαν ένα αμετακίνητο μαύρο σύννεφο πάνω από τους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι είναι πελαγωμένοι και έχουν παραλύσει από την -άνευ προηγουμένου- οικονομική δυσπραγία που βιώνουν.
Το 2018, μια βαθιά αληθινή ταινία ντοκιμαντεριστικής ακρίβειας αλλά με καθαρά κινηματογραφικά μέσα, ήρθε να διδάξει σεμινάριο απλότητας και ουσίας, ένας συνδυασμός που δυστυχώς σπανίζει στην Ελλάδα. Η ταινία «Η Δουλειά της», του Νίκου Λαμπό, που κάνει το ντεμπούτο του στο σινεμά μυθοπλασίας, επικεντρώνεται στην γυναικεία πλευρά υπό το φεμινιστικό πρίσμα, μια ταινία που επί τούτου γίνεται τα μάτια και τα αυτιά της πρωταγωνίστριας και αποτυπώνει τόσο ευδιάκριτα αλλά και διακριτικά το εργασιακό γίγνεσθαι, την προσωπική επανάσταση και την χειραφέτηση μιας γυναίκας από τις βαριές, σκουριασμένες αλυσίδες του πατριαρχικού νοικοκυριού και του εργασιακού πέλεκυ, που φυσικά εκπηγάζει από μια κραταιά πατερναλιστική, απάνθρωπη, ισοπεδωτική και ελιτιστική αντίληψη που δυστυχώς είναι βαθειά ριζωμένη.
Μια σχεδόν 40άρα νοικοκυρά με δύο παιδιά που δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή της, θα αναγκαστεί να μπεί στην αγορά εργασίας, λόγω του ότι ο άντρας της έχει μείνει άνεργος και η θηλιά της ένδειας σφίγγει επικίνδυνα.
Η Παναγιώτα είναι μια γυναίκα με δύο παιδιά, που ως παιδιά ζητάνε συνεχώς και έναν καταπιεστικό, άνεργο σύζυγο, η οποία τους νταντεύει ολημερίς και βάζει ξυπνητήρι για να… ξεκινήσει τις καθημερινές δουλειές του σπιτιού. Η άκρως περιορισμένη ρουτίνα της, καθώς και ο καθορισμένος ρόλος που έχει «αναλάβει» (τον έχει επωμιστεί) θα διακοπούν -εν μέρει- όταν ο άντρας της θα χάσει την δουλειά του και επομένως η οικογένεια θα απωλέσει και την μοναδική πηγή εισοδήματος. Εξ αφορμής αυτού, θα ψάξει εν κρυπτώ από τον «Ελληναρά» άντρα της (ο οποίος την χλευάζει και την υπονομεύει) για δουλειά με την μηδενική εμπειρία και το ισχνό μορφωτικό της επίπεδο (είναι σχεδόν αναλφάβητη), προκειμένου να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Οι συνεχείς επισκέψεις στο σχολείο της κόρης της εξαιτίας προβληματικής συμπεριφοράς, η φυγοπονία και απαξίωση του άντρα της και ο μικρός γιος που χρειάζεται φροντίδα, έχουν συρρικνώσει ακόμα περισσότερο το ήδη μικρό σπίτι, με την ίδια να περνάει την ημέρα της στους τέσσερις τοίχους μιας ακόμα πιο μικρής κουζίνας, μπουχτισμένη και κυρίως: μόνη.
Η Παναγιώτα δεν έχει δουλέψει ποτέ ή μάλλον πάντα δούλευε ανεπίσημα, χωρίς να αναγνωριστεί η προσφορά της στο σπίτι από κανέναν, ως μια δεδομένη συνθήκη, μια ανυπόγραφη σύμβαση. Αυτό ακριβώς θα αξιοποιήσει ως το μοναδικό βιογραφικό που έχει, δηλαδή τον ρόλο της καθαρίστριας. Έτσι λοιπόν, θα ξεκινήσει ο εργασιακός της μαραθώνιος με αφετηρία ένα ολοκαίνουργιο εμπορικό κέντρο που ζητάει άτομα. Θα πάρει την δουλειά της καθαρίστριας (με ορισμένα ψεμματάκια) και θα ανοίξει ένας νέος κόσμος μπροστά της, θα παραλάβει τα πρώτα λεφτά στα χέρια της, θα υπογράψει περιχαρής την πρώτη της εργασιακή σύμβαση, θα κάνει τις πρώτες της γνωριμίες με τις (γυναίκες) συναδέλφους της, όλα μοιάζουν ιδανικά και λυτρωτικά για αυτήν αγνοώντας τον πενιχρό μισθό και τις συνθήκες εργασίας που όμως είναι ένα καμπανάκι για το τι μέλλει γενέσθαι.
Από τα πλακάκια της μικρής της κουζίνας θα μεταφερθεί στους αχανείς διαδρόμους του Mall, με ένα κοινό μοτίβο: και στα δύο περιβάλλοντα είναι το θύμα. Η δουλοπρέπεια της από το σπίτι θα διαχυθεί και στην δουλειά της. Δεν την ενδιαφέρει. Ξαναγεννήθηκε, ένιωσε πλέον ανεξάρτητη και αυτάρκης, ανακάλυψε αχαρτογράφητα για αυτήν μέρη, πάτησε σε παρθένα εδάφη, ένιωσε πώς είναι ο κανονικός κόσμος, τι «έχανε» όλο αυτόν τον καιρό. Η Παναγιώτα είναι ένας απλός άνθρωπος που εκτιμάει την ζωή και αυτά που έχει, χωρίς να μεμψιμοιρεί ποτέ, βάζει κάτω το κεφάλι (υπερβολικά κάποιες φορές) και παλεύει .Το μόνο που ζητά είναι ένα χαμόγελο, ένα ευχαριστώ, ένα μπράβο, μια χειρονομία ευγνωμοσύνης, έναν λόγο κατανόησης, μια αγκαλιά, ένα θερμό «χρόνια πολλά» στα γενέθλιά της…
Η Παναγιώτα είναι τρομερά φιλότιμη, φιλική με τους συναδέλφους της, εξαιρετικά τυπική και σωστή στην δουλειά της, υπερβολικά υπομονετική με τα παιδιά της και ανεκτική με τον άνδρα της. Παρότι είναι ο άνθρωπος που αναλαμβάνει τα πάντα στο σπίτι, εκείνο δεν την χωράει. Προσπαθεί να μην φαίνεται, να μην ακούγεται και να καταλαμβάνει όσον το δυνατό λιγότερο χώρο ώστε να μην ενοχλεί. Ανεπίσημα υποδουλωμένη, επίσημα δυστυχισμένη. Το σώμα της πανταχού παρόν, το μυαλό της διαρκώς «τρέχει» αλλού (εξού και η νύξη ότι πάσχει από ΔΕΠΥ), η αχαριστία από την οικογένειά της δεδομένη. Η δουλοπρέπεια της είναι το ελάττωμά της. Mολαταύτα, η δουλειά της ως καθαρίστριας θα βρει γρήγορα αντίκρισμα και επαίνους για την αφοσίωσή της και την υποδειγματική της εργασιακή συμπεριφορά, όμως σύντομα θα καταλάβει ότι και τα φιλοφρονήματα αυτά είναι μια δικαιολογία για να γίνεται μονίμως αντικείμενο εκμετάλλευσης με υπερωρίες, χάρες, και τέλος δεν θα αργήσει να επέλθει και η αδικαιολόγητη, απροειδοποίητη, ύπουλη απόλυση της.
Την μερίδα του λέοντος όσον αφορά την αξία της ταινίας φυσικά την παίρνει δικαιωματικά η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, που δίνει υπόσταση στον χαρακτήρα μέσω της εκφραστικής της ακρίβειας, με τα αθώα παιδικά της μάτια να γίνονται μάρτυρες ενός κόσμου που θωρεί πρώτη φορά, κάτι που η μνήμη της δεν είχε αντίστοιχο ισοδύναμο και θα βουτήξει άτσαλα στα γρανάζια της εργασιακής καθημερινότητας με εμπόδια που δεν είχε υπολογίσει. «Η Δουλειά της», είναι μια κοινωνικά ευαισθητοποιημένη ταινία, μια ιστορία γυναικείας χειραφέτησης, αληθινά επαναστατική χωρίς φληναφήματα και βερμπαλισμούς, με την εκθαμβωτική ερμηνεία της Μαρίσσας Τριανταφυλλίδου (βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) να αξιοποιεί άψογα τα ερμηνευτικά της εργαλεία, πείθοντας στο κάθε καρέ και γεμίζοντας το πλάνο με το (κυριολεκτικά) αφτιασίδωτο πρόσωπο της, πλημμυρίζοντας τα δικά μας μάτια με συγκίνηση.