Tης Μαρίας Μπασμπαγιάννη (Instagram: ipolinstinplage)
Το πρώτο μου πάρτι (“La Boum”) και το σίκουελ του (“La Boum 2”)
Τα γαλλικά φιλμ της δεκαετίας του ’80, *Το πρώτο μου πάρτι* (“La Boum”) και το σίκουελ του *Μπουμ, το πρώτο μου πάρτι* (“La Boum 2”), ανήκουν σε εκείνα που ξεπέρασαν τα σύνορα της χώρας τους και προβλήθηκαν σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, ακόμη και στις ΗΠΑ. Ήταν από τα πολλά γαλλικά φιλμ που προβλήθηκαν και εδώ, αλλά σε αντίθεση με τα περισσότερα, προσέλκυσαν μεγάλο αριθμό θεατών, κυρίως εφήβων, και παραμένουν ακόμη γνωστά — κάτι που συμβαίνει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Σύμβολο της δεκαετίας του ’80 στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία, τα φιλμ αυτά για πολλούς δεν έχουν ακόμη χάσει τη γοητεία τους.
Είναι, λοιπόν, όντως τόσο ωραία;
Προσωπικές εντυπώσεις και ταύτιση
Η ερώτηση αυτή, για μένα, μπορεί να απαντηθεί πολύ εύκολα, αφού έχω δει τις συγκεκριμένες ταινίες πολλές φορές, εξετάζοντάς τες διαφορετικά μέσα στα χρόνια.
Όταν πρωτοείδα τα δύο φιλμ *La Boum*, ήμουν στην ηλικία της πρωταγωνίστριας — η οποία ερμηνεύτηκε από την τότε πρωτοεμφανιζόμενη Σοφί Μαρσό, που έγινε έτσι παγκοσμίως γνωστή — και τα θεώρησα εξαιρετικά. Γοητεύτηκα από την ηρωίδα και τη θεωρούσα πρότυπό μου, πιστεύοντας ότι ταιριάζαμε χαρακτήρα. Αυτή η ταύτιση με την ηρωίδα ή άλλους χαρακτήρες ήταν που οδήγησε πολλούς θεατές τη δεκαετία του ’80 να αγαπήσουν τα φιλμ.
Ένας έφηβος, ονόματι Ερβέ, όταν είδε το φιλμ το 1981, έγραψε στο ημερολόγιό του: «Είχα την εντύπωση πως ζούσα τη ζωή μου (sic)». Αργότερα, σε συνέντευξη, είπε πως «ταυτιζόταν απόλυτα με τους χαρακτήρες». Πράγματι, η Ντανιέλ Τομσόν, η σεναριογράφος, δημιούργησε, κατά τη γνώμη μου, εξαιρετικά ρεαλιστικούς εφήβους ήρωες. Οι πρώτοι έρωτες, οι καβγάδες με τους γονείς, τα πάρτι, οι φιλίες περιγράφονται χωρίς καμία ωραιοποίηση, με την ένταση, τη χαρά ή τη λύπη που νιώθουν όσοι τα ζουν. Με τρυφερότητα και σοβαρότητα, χωρίς η ίδια ή ο σκηνοθέτης Κλοντ Πινοτό να κοροϊδεύουν τους ήρωες για όσα βιώνουν.
Μπορεί να τους ειρωνεύονται, όπως στο τέλος του πρώτου φιλμ, όπου η πρωταγωνίστρια Βικ γίνεται αντικείμενο ειρωνείας, για να σχολιαστεί πόσο προσωρινές είναι συχνά οι ερωτικές σχέσεις στην εφηβεία. Αλλά και αυτό γίνεται με λεπτότητα, χωρίς πρόθεση διδακτισμού εκ μέρους των δημιουργών.
Ρεαλισμός και κωμική ειρωνεία
Αυτός ο συνδυασμός ρεαλισμού και λεπτής κωμικής ειρωνείας που χαρακτηρίζει το φιλμ το καθιστά ένα ωραίο, αληθοφανές και ώριμο παράδειγμα εφηβικού φιλμ και γενικότερα ιστορίας για τους εφήβους. Με τον ίδιο τρόπο που η σειρά του *Μικρού Νικόλα* αποτελεί κάτι παρεμφερές ως βιβλίο για παιδιά.
Διαχρονικότητα και κουλτούρα των πάρτι
Αυτά είχα νιώσει όταν είδα τα φιλμ παλιότερα. Όταν τα ξαναείδα πρόσφατα, όχι πλέον ως θαυμάστρια αλλά ως κριτικός, παρατήρησα ότι, παρότι διαδραματίζονται σε συγκεκριμένη δεκαετία — κάτι που φαίνεται από την αισθητική τους — έχουν εξαιρετικά διαχρονικό θέμα.
Το τιτλικό «μπουμ» αποτελούσε φαινόμενο της δεκαετίας, αλλά η φύση του ως πάρτι αφήνει θεατές κάθε γενιάς να ταυτιστούν. Μπορεί οι ειδικές δραστηριότητες που γίνονται σε ένα πάρτι να άλλαξαν, αλλά τα γενικά χαρακτηριστικά μένουν ίδια: οι έφηβοι θέλουν να είναι μόνοι, αυτοί και οι καλεσμένοι τους, να βάλουν μουσική, να χορέψουν, να φλερτάρουν.
Αυτό που άλλαξε είναι η κουλτούρα, όχι ο χαρακτήρας του πάρτι. Το ντεκόρ, όχι η ίδια η γιορτή.
Περιορισμοί και ελλείψεις των φιλμ
Μπορεί τα φιλμ αυτά να είναι διαχρονικά γι’ αυτόν τον λόγο, αλλά δεν αναγνωρίζουν πόσο σχετικές είναι οι δραστηριότητές τους σε κοινωνικό επίπεδο. Τόσο οι έφηβοι που κάνουν πάρτι, όσο και οι ενήλικες που προσπαθούν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην και αντιμετωπίζουν προβλήματα στην ερωτική ζωή τους, είναι χαρακτήρες με τους οποίους ταυτίζονται οι περισσότεροι.
Ωστόσο, τα φιλμ δείχνουν μόνο χαρακτήρες που διαφέρουν μεταξύ τους κυρίως σε στοιχεία προσωπικότητας και εμφάνισης — ούτε καν στη σεξουαλικότητά τους — και δίνουν την εντύπωση ότι έτσι είναι η ζωή για όλους στη Γαλλία της δεκαετίας του ’80, κάτι που δεν ισχύει. Η οικονομική κρίση και ο ρατσισμός εναντίον ξένων ήταν πραγματικά προβλήματα της εποχής που δεν αναδεικνύονται.
Θα χρειαζόταν ένας Κλοντ Μπερί (*Le maître d’école*) ή ένας Αντρέ Τεσινέ (*Les innocents*) για να τα δείξουν.
Γιατί όμως να χρειάζεται αυτό; Επειδή, σε φιλμ που απεικονίζουν την καθημερινότητα μιας εποχής, η αντιμετώπιση της ως μοναδικού τρόπου ζωής αποκλείει άλλους, λιγότερο όμορφους τρόπους ζωής. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν διαφορετικά — πιο πλούσιοι ή πιο φτωχοί — όπως δείχνει ο Μαρσέλ Ζιλιέν σε ταινίες της ίδιας εποχής (*L’été de nos quinze ans*, *Les parents ne sont pas simples cette année!*).
Η άγνοια αυτών των διαφορετικών ζωών από τον σκηνοθέτη είναι, κατά τη γνώμη μου, ένδειξη αναισθησίας.
Η επίδραση και η κληρονομιά των ταινιών
Το *La Boum* χαρακτηρίστηκε ως “film générationnel” — ταινία που σημάδεψε μια ολόκληρη γενιά. Ήταν σίγουρα τέτοιο, αλλά ελλιπές ως πορτρέτο αυτής της γενιάς, κάτι που αναγνώρισαν και άλλοι σκηνοθέτες.
Ο Φρανσουά Οζόν, για παράδειγμα, στο *Καλοκαίρι του ’85*, αναφέρεται στην κλασική σκηνή του πρώτου φιλμ, αντικαθιστώντας το ζευγάρι ερωτευμένων με δύο αγόρια, θέλοντας να τονίσει πως στην ίδια γενιά ανήκαν και οι γκέι, που επίσης δεν εμφανίζονται στα φιλμ.
Χαρακτήρες και σεναριακές αδυναμίες
Το πρόβλημα αυτό συνδυάζεται με την ύπαρξη κάπως επιφανειακών χαρακτήρων εφήβων. Οι ήρωες διαφέρουν ως προς σκέψεις, αντιδράσεις και ενδιαφέροντα, αλλά τονίζονται κυρίως οι ομοιότητές τους, σαν να πρόκειται για παραλλαγές της Βικ παρά για ξεχωριστούς ανθρώπους.
Σίγουρα προέρχονται από το ίδιο περιβάλλον και γενιά, αλλά οι άνθρωποι, όσο όμοιοι κι αν είναι λόγω κοινωνικών παραγόντων, διαφέρουν ως προς τον χαρακτήρα, έστω και λίγο — κάτι που δεν αναπτύσσεται αρκετά στα φιλμ.
Οι ταινίες δεν εξετάζουν σε βάθος τις σκέψεις ή τα κίνητρα των ηρώων, ούτε πώς αισθάνονται γι’ αυτά που συμβαίνουν. Αντίθετα, η διασκευή σε βιβλίο περιγράφει περισσότερο τους χαρακτήρες, προσφέροντας παραπάνω υπόβαθρο και ανάπτυξη.
Συνολική εκτίμηση
Παρότι ελλιπή και λίγο επιφανειακά σεναριακά, τα φιλμ αυτά είναι, πιστεύω, ακόμη όμορφα. Διατηρούν τον ρεαλισμό τους, κρατούν τον θεατή με τη ζωντάνια της σκηνοθεσίας και τη μουσική τους. Ακόμη γοητεύουν, γιατί αντιμετωπίζουν τους εφήβους ως ανθρώπους με ενδιαφέροντα, συναισθήματα, προτερήματα και ελαττώματα, χωρίς να πέφτουν στην παγίδα του αναίσθητου χιούμορ της δεκαετίας.
Αναφέρω ενδεικτικά τον θαυμασμό μιας ηρωίδας για τον πατέρα της Βικ, τον οποίο αποκαλεί «σέξι». Αυτός θεωρείται γελοίος, με τον σκηνοθέτη να δείχνει τις αντιδράσεις άλλων στην έκφραση αυτή και να κάνει χιούμορ με τον προβληματικό χαρακτήρα του.
Στο δεύτερο φιλμ, ο χαρακτήρας αυτός εξηγείται και ψυχολογικά. Δικαιολογημένα αγαπημένα, καλοφτιαγμένα και όμορφα, τα φιλμ αυτά αξίζουν ακόμη να ιδωθούν.
Κι όταν σκέφτομαι τα όσα διαπίστωσα τώρα που τα ξαναείδα, χαίρομαι που ήταν αυτά τα φιλμ που λάτρεψα τόσο ώστε να γίνω, σιγά-σιγά, σινεφίλ.
Info Ταινίας
The Party – Original title: La boum (1980)
Sophie Marceau, Claude Brasseur, Brigitte Fossey, and Danièle Thompson in The Party (1980)
This is the story about a teenage girl’s first love experiences.
Director Claude Pinoteau
Writers Danièle ThompsonClaude Pinoteau
Stars Claude Brasseur, Brigitte Fossey, Sophie Marceau
Η συνέντευξη και το απόσπασμα από το ημερολόγιο προέρχονται από το άρθρο *Génération LA BOUM: 40 ans après, toujours aussi fans*, στο σάιτ sofilm.fr.
Το βιβλίο-προσαρμογή των φιλμ, *La Boum*, γράφτηκε από την Ντανιέλ Τομσόν και τον Πατρίκ Μπεσόν.