Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Η Τόνια Νικολαΐδου-Δενδρινού γεννήθηκε στην Αθήνα το 1927 με οικογενειακή καταγωγή από την Ιθάκη. Σπούδασε στην Α.Σ.Κ.Τ. Αθηνών (1946-1952) ζωγραφική με τους Κωνσταντίνο Παρθένη, Ουμβέρτο. Αργυρό και χαρακτική στο εργαστήριο του Γιάννη Κεφαλληνού. Ήταν μέλος του ΕΕΤΕ, της Διεθνούς Γυναικείας Μορφωτικής Ομοσπονδίας (FICF), της Ομάδας Κέντρου Χαρακτικής, του SMTG Κρακοβίας, ενώ ήταν από τα ιδρυτικά μέλη την Ένωσης Ελλήνων Χαρακτών. Είχε συνεργαστεί με εκδοτικούς οίκους και γκαλερί για την έκδοση βιβλίων και λευκωμάτων που περιέχουν ξυλογραφίες ή χαλκογραφίες της.
Από το 1979 έως το 2011 που αποβίωσε πραγματοποίησε πολλές ατομικές εκθέσεις και από το 1957 συμμετείχε σε πολλές ομαδικές διεθνώς, σε Biennale και Triennale Χαρακτικής και Σχεδίου όπως:
Η Ευρώπη των Χαρακτών, Γκρενόμπλ 1989, Art Today, Βουδαπέστη 1986, 1987, 1989, Αrte Fiera, Μπολόνια 1985, Xylo + Print, Sao Paolo, Βραζιλία 1996, Ελληνική Χαρακτική, Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, Αθήνα 1982, Trace + Signe, Aλσατία 1983, Σύγχρονοι Έλληνες Χαράκτες, The Fine Arts Society Ltd, Λονδίνο 1983, Η Ελληνική Χαρακτική, Πινακοθήκη Ρόδου, Ρόδος 1983, Μνήμες – Αναπλάσεις – Αναζητήσεις, Ωδείο Αθηνών, Αθήνα 1983, Διεθνής Έκθεση Χαρακτικής Μικρού Σχήματος, Dell Bello Gallery, Τορόντο 1987, Ελληνική Χαρακτική, Βαρσοβία-Μόσχα 1988, Η Ελληνική Μεταπολεμική Χαρακτική, Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα 1988, Ελληνίδες Χαράκτριες, Διάλογοι, Παρίσι 1993 (επιμ. Εμμανουήλ Μαυρομμάτης), Αίθουσα Τέχνης Γκόγια, με την ομάδα F.I.C.F, Σαραγόσα 1994, Identita elleniche, με την Ομάδα Κέντρο Χαρακτικής, Φαέντσα 1995, Αφιέρωμα στον Γκρέκο, Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα 1995, The Masters of Graphic Art, Γκιόρ, Ουγγαρία, κ.ά.
Έλαβε βραβείο και χρυσό μετάλλιο στη Biennale Αλεξανδρείας (1980), βραβείο επιτροπής, Biennale Fredrikstad, Νορβηγία (1982), Τιμητική Διάκριση Biennale R.O.C., στην Biennale Taipei (1983,1985), Χρυσό μετάλλιο Biennale Fredrikstad (1989), Τιμητική Διάκριση, Impraza, Ουκρανία (1989).
Η Τόνια Νικολαΐδου χάραζε συνήθως σε πλάκες linoleum με την τεχνική της ξυλογραφίας. Στο έργο της ενσωμάτωνε κάθε στοιχείο που θεωρούσε ικανό και αρκετό πως θα την βοηθήσει να αποδώσει το όραμά της. Χρησιμοποιούσε επίσης με τεχνική επιδεξιότητα την μεταξοτυπία, ανάγλυφο εκτύπωμα, collage από δικά της τυπώματα, γυαλιά, ξύλο, πέτρα, κινούμενα φωτεινά γράμματα κ.ά. που εμπλούτιζαν τις συνθέσεις της. Τύπωνε τα έργα σε χειροκίνητο δικό της πιεστήριο.
Τα χαρτιά, σύμφωνα με την υπόδειξη της, παίζουν συχνά σημαντικό ρόλο στην επιλογή της ιδέας που προσπαθεί να πραγματοποιήσει, όπως π.χ. το κόκκινο φωσφορίζον χαρτί για να αποδώσει τη φωτιά, το στιλπνό, ασημένιο για το νερό, το διαφανές για την αίσθηση της ομίχλης. Συνήθως δούλευε τις ιδέες της σε σειρές στις οποίες η μια εικόνα διαδέχεται την άλλη και “όλες μαζί ψιθυρίζουν την ίδια ιστορία”. Οι σειρές έχουν συχνά λυρικούς τίτλους, όπως «Λαμπερή Θάλασσα» ή «Όνειρο Ευτυχίας»,» Ρέκβιεμ για ένα δέντρο», «Εικόνες νερού», και σύμφωνα με την ίδια, στα χαρακτικά της διηγείται μέσα από εικόνες τον κόσμο που αγάπησε.
Το έναυσμα για τη σειρά «Ρέκβιεμ για ένα δέντρο», έργο της που ανήκει στη συλλογή του Μ.Μ.Σ.Τ. (Καμένο δέντρο στην πρώτη αυγή, 1988), της δόθηκε όταν βρέθηκε μπροστά σε στρέμματα καμένης γης, γεμάτα με σκελετούς δέντρων και θάμνων. Τα χαρακτικά της σειράς διηγούνται την ιστορία του δέντρου που καίγεται και μένει σαν πυρακτωμένο κούτσουρο στο χώμα. Ύστερα, όταν καταλαγιάσουν οι φλόγες, απομένει η λάμψη και οι ανταύγειες του αναμμένου κάρβουνου και καθώς περνούν οι ώρες χαράζει η καινούργια μέρα.
Στις τελευταίες εικόνες της διήγησης η γη έχει πρασινίσει και το καμένο δέντρο διαλύεται σιγά σιγά, σκεπασμένο από χόρτα και σταγόνες δροσιάς. Σύμφωνα με την ίδια, τελειώνει η ιστορία που εκτυλίσσεται στο «Ρέκβιεμ για ένα δέντρο» καθώς το δέντρο «οδεύει μέσα από ανθισμένες όχθες του ποταμού και καταλήγει στην απέραντη θάλασσα».
Στα χαρακτικά της αυτά λειτουργεί με ζωγραφική αίσθηση και υφή, ενώ η χρήση των λεπτότατων χαράξεων πάνω στο linoleum μαζί με τις χρωματικές επιλογές της αναδίδουν εκπληκτικά την αντίληψη αυτή.
Αξιοσημείωτες οι εικαστικές επεκτάσεις της στην έκθεσή της «Φλόγες και στάχτη» το 1988. Δημιούργησε ένα περιβάλλον στο χώρο, τοποθετώντας χαρακτικά και στο δάπεδο της γκαλερί, υπερβαίνοντας τις συμβάσεις και περιορισμούς που θεωρείται ότι μπορεί να επιβάλει το εκφραστικό του μέσο στον χαράκτη. Οργανώνοντας επίσης τον χώρο με εικόνες την εποχή εκείνη, που ήδη έχουμε ανάλογα φαινόμενα από ξένους κυρίως καλλιτέχνες, έδωσε νέες προεκτάσεις για την πρόσληψη του εκτιθέμενου υλικού.
Η βαθιά γνώση των τεχνικών της χαρακτικής σε συνδυασμό με τεχνολογικά μέσα και την έμφυτη ευαισθησία της την οδήγησαν σε εικαστικούς πειραματισμούς ιδιαίτερα επιτυχημένους και σε μια διαρκή ανανέωση της προσωπικής εικαστικής της γλώσσας.
Οι ποιητικές οπτικές εικόνες που δημιούργησε δίνουν άλλη διάσταση στα απλά, καθημερινά ερεθίσματα που παίρνει σαν αφετηρία, πάντα με λιτότητα των συνθετικών στοιχείων και σαφή υπαινικτική πρόθεση. Κύματα που αργοσβήνουν, χρυσές αμμουδιές, χάρτινα καραβάκια, ανθρώπινα σώματα και μέλη, καμένα δέντρα και κούτσουρα μετουσιώνονται σε στοιχεία μιας εσωτερικής ποιητικής διήγησης.
Η λεπτεπίλεπτη φιγούρα της και η ανεπιτήδευτη μορφή της Τόνιας Νικολαίδου σκιαγραφούσε την σεμνή και μεστή της έκφραση. Γνώρισα αρχικά την δουλειά της σε ομαδικές εκθέσεις επτανησίων καλλιτεχνών που συμμετείχαμε στην δεκαετία του 1990, στις οποίες με χαρά έστελνε έργα της. Σε ορισμένες από αυτές τις εκθέσεις ομολογώ ότι οι ιδιότυπες χαρακτικές συνθέσεις της έδιναν το ιδιαίτερο και σύγχρονο χρώμα στο συνήθως παραδοσιακό, νατουραλιστικά τεχνοτροπικό εκθεσιακό σύνολο.
Όταν γνωριστήκαμε καλύτερα σε ομαδικές εκθέσεις στην Αθήνα μου εκμυστηρεύθηκε την έντονη διαφωνία της με την τουριστική σχεδόν απόδοση από ζωγράφους των τοπίων της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης. Η Τόνια Νικολαίδου τυπώνοντας τις συνθετικές εικόνες της σε μεταλλικό και στιλπνό χαρτί απέδωσε τον προσωπικό της κόσμο που διαμορφώθηκε χαρακτικά από τις τρυφερές παιδικές της αναμνήσεις, από την αρχέγονη φύση, τις απαστράπτουσες θάλασσες και τις ακρογιαλιές του Ιονίου.