Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος,
Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης
Ο Ραούλ Ντυφί / Raoul Dufy γεννήθηκε το 1877 στη Χάβρη. Προερχόταν από πολύτεκνη οικογένεια και άρχισε να εργάζεται δεκατεσσάρων ετών σε εταιρεία εισαγωγής καφέ. Παράλληλα παρακολουθούσε νυχτερινά μαθήματα ζωγραφικής στον Δήμο της Χάβρης. Το 1900 συνέχισε με υποτροφία τις σπουδές του στην Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι.
Αρχικά ο Dufy βρισκόταν πιο κοντά στο κίνημα του ιμπρεσιονισμού, όμως η έκθεση των φωβιστών το 1905, και κατεξοχήν ο πίνακας του Henri Matisse, «Πολυτέλεια, ηρεμία, ηδονή», άσκησε μεγάλη επίδραση στο μετέπειτα έργο του. Οι έντονοι χρωματισμοί και ο λαμπρός λυρισμός του έργου του, δίδαξαν τη χαρά του καθαρού χρώματος και τον αισθησιασμό των ζωηρών λυρικών κλιμάκων του σχεδίου και αποτέλεσαν το χαρακτηριστικό της ζωγραφικής του.
Το 1902 ο Dufy είχε ήδη γνωρίσει την Berthe Weill, που υποστήριζε νέους καλλιτέχνες. Στην γκαλερί της πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση το 1906. Αργότερα, ο Dufy επηρεάστηκε από το κίνημα των Κυβιστών και το 1911 σχεδίασε τις ξυλογραφίες για το βιβλίο του Guillaume Apollinaire, «Μύθοι με ζώα του Ορφέα». Ο Ντυφί ήταν κάπως ασυνήθιστος για μοντερνιστής εξαιτίας της ήρεμης ψυχοσύνθεσης του και της διακοσμητικότητας πολλών συνθέσεων του. Δούλεψε με τον Μπρακ στο Εστάκ, βούτηξε στον Φωβισμό μαζί με τον Ματίς, τον Ντερέν και τον Βλαμένκ κι ήταν μέλος του κύκλου γύρω από τον Πικάσο στο προπολεμικό Παρίσι.
Ο Ντυφί όπως και ο Μπρακ, μεγάλωσε στη Χάβρη και ο ρυθμός των καραβιών μέσα στο λιμάνι, η άμπωτη και η παλίρροια, το βουητό της ψαραγοράς, η αρμονία της σχέσης πλεούμενων και κτιρίων και των γερανών με τις προβλήτες, άφησε μια αίσθηση ευχάριστου πρωινού στα έργα του.
Λουσμένος στο μεσογειακό φως ο Ντυφί, με έργα όπως «Πλοία στο λιμάνι της Μασσαλίας», «Δέντρα στο Εστάκ», «Αψίδες στο Εστάκ», προχώρησε το 1908 παραπέρα, πάνω στα χνάρια του Σεζάν, αποστάζοντας και συμπυκνώνοντας την φύση σε γεωμετρικές φόρμες, κωνοειδή δέντρα, τριγωνικές βάρκες, σφαιρικούς θόλους μιας γέφυρας. H «Μεγάλη κολυμβήτρια» του 1913, με το τεμαχισμένο πρόσωπο, τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια πρωτόγονου αγάλματος και το γεωμετρικό σώμα, θυμίζει νοερά ώριμο Σεζάν, όσο Πικάσο και Μοντιλιάνι. Το στυλ αυτό έφθασε στο απόγειό του με μια σειρά από κολυμβήτριες και ονειρικές, ανατολίτικες απόψεις της Νίκαιας και της Μεσογείου.
Η φιλία του με τον Paul Poiret, τον διάσημο μόδιστρο του άνοιξε τον δρόμο ως σχεδιαστή υφασμάτων για γνωστούς οίκους μόδας. Ο Dufy είχε πλέον αποκτήσει οικονομική άνεση και τα ταξίδια του στην Ιταλία και στο Μαρόκο, του έδωσαν ένα μεσογειακό και εξωτικό χαρακτήρα, που πέρασε στα μεταγενέστερα έργα του, όπως ο πίνακας «Η νεράιδα του ηλεκτρισμού», επιφάνειας 600 τ.μ., (ύψος: 1000 μ., πλάτος: 6000 μ.) που θεωρείται ο μεγαλύτερος ζωγραφικός πίνακας του κόσμου.
Το 1937 του ανατέθηκε να ζωγραφίσει μια τεράστια τοιχογραφία στο Pavillon de la Lumière et de l’ Électricité / Περίπτερο Φωτός και Ηλεκτρικής Ενέργειας, το οποίο κατασκευάστηκε από τον διάσημο αρχιτέκτονα Robert Mallet-Stevens στο Champ de Mars. Η σύνθεση απλώνεται σε όλη την 600 m2 καμπύλη επιφάνεια της εισόδου, από τα δεξιά προς τα αριστερά, σε δύο κύρια θέματα: την ιστορία της ηλεκτρικής ενέργειας και των εφαρμογών της από τις πρώτες παρατηρήσεις μέχρι τις πιο σύγχρονες τεχνικές εφαρμογές.
Ο ζωγράφος έχει τοποθετήσει στη σύνθεση ιστιοφόρα, σμήνη πουλιών, μια αλωνιστική μηχανή κ.α. ενδεικτικά στοιχεία και ολοκληρώνεται με τα πορτρέτα εκατό δέκα επιστημόνων και εφευρετών, οι οποίοι συνέβαλαν στην ανάπτυξη του ηλεκτρισμού παγκόσμια. Συνδυάζει τη μυθολογία και τις αλληγορίες με την ιστορική ακρίβεια και την τεχνολογική περιγραφή. Απεικονίζονται οι θεοί του Ολύμπου και οι γεννήτριες σταθμών του Ivry-sur-Seine, οι οποίες συνδέονται με το κεραυνό του Δία. Αρχέγονη φύση και Αρχιτεκτονική.
Από όλες τις μυθικές μορφές ξεχωρίζουν αυτές του Ερμή αγγελιαφόρου και της «Αρπαγής της Ευρώπης» από τον Δία-ταύρο. Στο κέντρο διακρίνεται η θεά Ίρις, ενώ το φως τρεμοπαίζει, πάνω από μια ορχήστρα και εικόνες από πρωτεύουσες του κόσμου. Περιοχές του κόκκινου, του κίτρινου και του πράσινου, ανεξάρτητα από τη ρέουσα γραμμή του σχεδίου, ενεργοποιούν την δυναμική, υπερμεγέθη σύνθεση. Ο Dufy χρησιμοποίησε για υπόστρωμα ένα νέο υλικό που προετοίμασε ο χημικός Jacques Maroger, και το οποίο έδινε στο χρώμα μια διαφανή ποιότητα ακουαρέλας.
Η ζωγραφική του Dufy χαρακτηρίζεται από το συναίσθημα, την ζωηρή φαντασία και την φρεσκάδα της παιδικότητας, την απελευθέρωση από τις παλιές και ξεπερασμένες φόρμες αλλά κύρια από μια διάχυτη ιλαρότητα. Η τοιχογραφία εγκαταστάθηκε το 1964 στο μουσείο τέχνης Moderne από την Électricité de France. Η έκπληξη μου ήταν μεγάλη όταν την είδα το 1981 γνωρίζοντας τότε ελάχιστα για τον Ντυφί. Ήταν μια νέα αισθητική αποκάλυψη!
Το 1952 ο Dufy βραβεύτηκε με το μεγάλο βραβείο στην Μπιενάλε της Βενετίας, ενώ λίγο πριν πεθάνει το 1953 πρόλαβε να δει και την μεγάλη αναδρομική έκθεση που διοργανώθηκε προς τιμήν του στο Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας της Γενεύης. Πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του, το Μουσείο Μαγιόλ στο Παρίσι διοργάνωσε την έκθεση «Ραούλ Ντυφί, ένα άλλο βλέμμα» η οποία παρουσιάστηκε μετά και στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Νίκαιας. Η έκθεση έδειξε από μια άλλη οπτική γωνία έναν ζωγράφο που η αρμονία του κόσμου του και το αυθόρμητο ξεχείλισμα χαράς για την ζωή αποτελεί το καταστάλαγμα ενός καλλιτεχνικού οράματος, χρόνια καλλιεργημένου με αυτογνωσία, συγκέντρωση, κριτικό βλέμμα, τεχνική βελτίωση και μεταμορφώσεις. Καταπληκτική σε αυτά τα έργα η δύναμη, η έκταση και το βάθος των αποχρώσεων του μπλε σε όλες τις εντάσεις με τις οποίες έχει αποδοθεί βάζοντας τάξη σε πράγματα, σκέψεις και αισθήματα. Η παρακαταθήκη του Ντυφί με τις πολλαπλές εφαρμογές της ζωγραφικής του πάνω σε πίνακες, τοίχους, κεραμικά, ταπισσερί και υφάσματα λούζει τα πάντα με ενόργανη ομορφιά.