Γράφει ο Νικόλαος Χ. Αντωνίου
Βρέθηκα πρόσφατα στα Γιάννενα, με τους φίλους μου, Βασιλική και Αλέξη, σε μια απροσδόκητα υπέροχη έκθεση του ζωγράφου Κωνσταντίνου Παπαμιχαλόπουλου (ΚΠ), στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Ιωαννίνων.
Χρησιμοποίησα τη λέξη «απροσδόκητα», γιατί δεν ήξερα τίποτα για το έργο του, εκτός από τo Talos – Representations of the Artificial Man, που είχα δει στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα πριν από πολλά χρόνια – δεν θυμάμαι πότε.

Είναι προφανές (και ίσως περιοριστικό και ανόητο, να το πω έτσι) ότι ο KΠ έχει επηρεαστεί από πολλές διαφορετικές σχολές και ρεύματα: μεταξύ αυτών από τη Βυζαντινή τέχνη, τη λαϊκή τέχνη του 19ου και 20ού αιώνα, και τη μοντέρνα περίοδο της Ελληνικής τέχνης (1930-1960), καθ’ όλα με έναν μυστηριώδη, θαυματουργό και έμμεσο τρόπο. Εννοώ ότι, μάλλον, επηρεάζεται περισσότερο από καλλιτέχνες που οι ίδιοι διαμορφώθηκαν άμεσα από τα παραπάνω στυλ. Εδώ υπεισέρχεται η τέχνη της Άπω Ανατολής – κυρίως Ιαπωνία.
Ο διάλογος Ανατολής-Δύσης και το αντίθετο, οι ανταλλαγές και οι διασταυρώσεις, είναι πανταχού παρόντα· ίσως επειδή η Ελλάς δεν ανήκει ολοκληρωτικά στη Δύση, όπως πολλοί πιστεύουν — δεν είμαι σίγουρος…
Είναι τόσο εύκολο να απολαύσεις τον ΚΠ, όσο δύσκολο είναι να τον αναλύσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί διαθέτει έναν περίπλοκο (θετικά περίπλοκο) και παιχνιδιάρικο καλλιτεχνικό νου. Είναι σύνθετος επειδή αφήνει τον εαυτό του εκτεθειμένο και απροστάτευτο απέναντι σε διάφορα και διαφορετικά στυλ και τεχνικές (όπως κάθε δεκτικός, ανοιχτός, παν-οπτικός και εκστατικός καλλιτέχνης). Είναι ολοφάνερο ότι λατρεύει τη ιαπωνική τέχνη (πιθανώς, αν και λιγότερο, και την ταϊλανδέζικη γλυπτική, αν κρίνει κανείς από τα κεφάλια των δράκων-ηρώων).

Αξίζει όμως να δοθεί η μέγιστη προσοχή στα πιο σημαντικά: μιλάμε για όλες τις πιθανές μορφές τέχνης της Ιαπωνίας, από τα ukiyo-e με λίγο Kunisada αλλά πολύ Utagawa Κuniyoshi (1798-1861), έως τον ιαπωνικό κινηματογράφο και τα B-movies με τέρατα και εξωγήινους (Godzilla, Tetsuo, Akira, Battle Royale, Ghost in the Cell), Samurais, δολοφόνους και ρομπότ (ακόμα και τον Takeshi Kitano, χωρίς το αίμα αλλά με τη μουσική του Joe Hisaishi), τις διαφημίσεις τεχνολογίας των 70s–90s, τη ρομποτική και τα γιαπωνέζικα κινούμενα σχέδια (ακόμα και Voltron, Pokemon και παλαιότερα ακόμα, που σίγουρα έβλεπα στο λύκειο – και είμαι πολύ μεγαλύτερος απ’ αυτόν).
Εδώ συναντάμε επίσης τον Moebius, Jodorowsky, Paradjanov, Bilal, τα Manga και ποιος ξέρει ποιον άλλον ή τι άλλο… Μόνο ο ίδιος ξέρει, παρεμπιπτόντως. Μόνο ο ΚΠ γνωρίζει αν (και πώς) τα σκέφτεται όλα αυτά — θα ήθελα κάποτε να τον ρωτήσω να μου πει, πίνοντας τσάι μαζί στην Όαση ή τρώγοντας μια αλμυρή μπουγάτσα στο Select στα Γιάννενα.

Επανερχόμενος σε όσα είδα: είδα πολλά, άλλα πολλά μέσα σε άλλα πολλά, άλλα μικρά σε μεγάλα και μεγάλα σε μικρά, και εκείνα μέσα σε ακόμη περισσότερα. Κάθε τετραγωνική επιφάνεια 10×10 εκατοστών από τα έργα του είναι ένα ολόκληρο σύμπαν από μόνο του. Μπορείς να το αυξήσεις σε 15 ή 20 εκατοστά, ή να τα μειώσεις σε 7 ή 5 — το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: ένα απλό, φυσικό και απέριττο επιφώνημα που δηλώνει (όπως λέει και η γραμματική) αβεβαιότητα, απορία, θαυμασμό, και έπαινο.
Μια χαρά μπροστά στον πλούτο των μικροσκοπικών, μεσαίων, μεγάλων ή υπερμεγεθών τοπίων που δημιουργεί, με πολλά leitmotiv (αγαπημένο μου το λουλούδι που βγαίνει από ένα κτίριο 40% βυζαντινό, 35% ιαπωνικό οχυρό και 25% Βουδιστικό τελετουργικό οικοδόμημα), με λαβύρινθους, μπροστά σε σκηνικά φόντα του παλιού καλού Καραγκιόζη, και του θεάτρου σκιών της Ιάβας (Wayang), όπου η λευκή επιφάνεια αντικαθίσταται από τον ΚΠ με φύλλα χρυσού.
Ένας εκπληκτικός συνδυασμός υπερβολικά πολλών, εξωφρενικά όμορφων, αφάνταστα περίπλοκων και φωτεινών μοτίβων που αλληλεπιδρούν με ανατομικά μέρη, ρομποτικά άκρα, κινητήρες επιστημονικής φαντασίας, τουρμπίνες και αναπνευστικούς σωλήνες σαν στη ταινία Alien. Και όλα αυτά ενώνονται με την ελληνική «θεματογραφία» (αν μπορώ να τη χαρακτηρίσω έτσι), που αγγίζει τον Κόντογλου, τον Θεόφιλο, τον μεγάλο Τσαρούχη και μερικούς μεταγενέστερους που δεν τολμώ να αναφέρω, γιατί αποφεύγω τις υποθέσεις και δεν είμαι και ειδικός.

Και μετά οι ήρωες του ’21, πιο σύγχρονες μορφές και εικόνες που όλοι (ανα)γνωρίζουμε μέσα από τη σύγχρονη μυθολογία (και φαινομενολογία) του νεοελληνικού κράτους. Και μετά τα χρυσά φόντα που κάνουν τα έργα να φαίνονται βασιλικά, ιερά, τελετουργικά, μαζί με το αρχαϊκό μελάνι που σχηματίζει γραμμές, ορίζοντας πολλά τεμνόμενα μικρά σύμπαντα.

Έτσι, λοιπόν, νιώθω πως η τέχνη του KΠ είναι κβαντική — μπορεί να βρίσκεται σε περισσότερες από μία καταστάσεις ταυτόχρονα, με πιθανότητες να είναι έτσι ή αλλιώς. Ίσως τα έργα του να ορίζουν παράλληλα σύμπαντα, όπου ο Καραϊσκάκης μεταφέρεται διακτινικά στο Himeji Castle (ένα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς στην επαρχία Hyōgo της Ιαπωνίας), ενώ ο τοπικός ταγματάρχης Σαμουράι ταξιδεύει στο χρόνο για να πολεμήσει μαζί με τον Tepedelenli Ali Paşa εναντίον της Μεγάλης Πύλης.

Και μετά φαντάσου απλώς ότι εργάζεται στα Γιάννενα, στη Σχολή Καλών Τεχνών. Και μετά με φοβίζει η σκέψη των εικόνων που γεννά το μυαλό του εκεί, μέσα σε αυτά τα μοναδικά ορεινά τοπία με την λίμνη, τις χαράδρες και την υψηλή πιθανότητα βροχής.
Και τι ωραία που κάνει αυτή την κίνηση το Μουσείο, που έχει τα έργα του διάσπαρτα μέσα στις όμορφες αίθουσες με τα ΑΠΕΙ ΡΩΤΑΝ νομίσματα και τα απομεινάρια των Μολοσσών (Colossi) που κατοικούσαν στην Ήπειρο – μάλιστα και στο Κάστρο και στη Δουρούτη, που είναι σήμερα το Πανεπιστήμιο, για φανταστείτε!

Η έκθεση ονομάζεται Γίγαντες και Μολοσσοί (Giants and Colossi) και είναι ανοιχτή ως τον Δεκέμβριο 2025.
Περισσότερες πληροφορίες για την τέχνη του ΚΠ, εδώ.
Eυχαριστώ τη φίλη, Ιφιγένεια Ταξοπούλου για την επιμέλεια.
Το Εργαστηρίου Χαρακτικής Του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων για τον Μίκη Θεοδωράκη






