Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της τέχνης
Ο Ουίλλιαμ Τέρνερ / Joseph Mallord William Turner/ J.M.W. Turner γεννήθηκε στο Μέιντεν Λέην του Κόβεντ Γκάρντεν στο Λονδίνο τέλη Απριλίου του 1775, αν και η ακριβής ημερομηνία γέννησης είναι αμφισβητούμενη. Γιος του Ουίλλιαμ Τέρνερ, κουρέα και περουκιέρη και της Μαίρυ Μάρσαλ, κόρης χασάπηδων. Το 1785 η μητέρα του παρουσίασε συμπτώματα ψυχικής διαταραχής και νοσηλεύτηκε στο Φρενοκομείο. Ο Τέρνερ διέμεινε με τον εκ μητρός θείο του Τζόσεφ Μάλλορντ και φοίτησε στο σχολείο του Μπρέντφορντ.
Περί το 1786 πήγε στο Μάργκεητ στο Κεντ όπου ζωγράφισε σχέδια με απόψεις της πόλης και της περιοχής. Ήδη από εκείνη την περίοδο ο πατέρας του εξέθετε έργα του γιου του στη βιτρίνα του κουρείου του και υπερηφανευόταν για το ταλέντο του. Το 1787 ο Τέρνερ φιλοτέχνησε την πρώτη υδατογραφία του, απεικονίζοντας την Οξφόρδη. Από τα τέλη του 1789 είχε ξεκινήσει την μαθητεία του κοντά στον τοπιογράφο Τόμας Μώλτον, ειδικό στις απεικονίσεις του Λονδίνου και κατάφερε να βγάζει τα αναγκαία προς το ζην. Τρία χρόνια μετά φοίτησε δωρεάν στη Βασιλική Ακαδημία των Τεχνών και εξέθεσε εκεί μια υδατογραφία με το Μέγαρο Λάμπεθ.

Εργάστηκε ως βοηθός αρχιτέκτονα κοντά στους Τόμας Χάρντγουικ, Τζέημς Ουάιατ και Τζόσεφ Μπονόμι τον πρεσβύτερο. Παράλληλα βρισκόταν σε δοκιμαστική περίοδο στην Ακαδημία στην οποία εξέθετε υδατογραφίες κάθε χρόνο, ενώ ταξίδευε το καλοκαίρι και ζωγράφιζε τον χειμώνα. Ο κραταιός τότε σερ Τζόσουα Ρέινολντς, διευθυντής της σχολής πήρε αμέσως τον έφηβο υπό την προστασία του. Η πρώτη του προσωπική έκφραση ήταν με υδατογραφίες, γιατί στην Ακαδημία ως επί το πλείστον σχεδιάζανε και αυτό αποτελούσε το κορυφαίο στοιχείο της διδασκαλίας. Αλλά, όπως έλεγε ο Ρέινολντς «δεν θα ζωγραφίζετε μόνο για να απεικονίζετε αλλά και για να έχει ένα νόημα αυτό που κάνετε».

Οι ακουαρέλες που κάνει ταξιδεύοντας ανά την Αγγλία αλλά και στο εξωτερικό, κυρίως στην Ελβετία, τον φέρνουν αντιμέτωπο και με την υποβλητική διάσταση του τοπίου: χαράδρες, καταιγίδες, θύελλες μες στο νερό. Όλα αυτά τα ζωγραφίζει αποφεύγοντας τον λυρισμό, θέλοντας να δείξει με έναν τρόπο ότι η καλλιτεχνική διάνοια αναμοχλεύει το συναίσθημα.
Του έκαναν εντύπωση και αποτύπωσε μοναδικά μεγάλες πυρκαγιές, όπως αυτή του Κοινοβουλίου της Αγγλίας το 1834, μεγάλα λιμάνια, όπως το Γκραν Κανάλε της Βενετίας, διάσημα ναυάγια, θύελλες, καταιγίδες, την ομίχλη, αλλά πρωτίστως τον ήλιο και το δυνατό φως, ως πρόδρομος της ιμπρεσσιονιστικής αλλαγής. Επίσης δούλευε πάρα πολύ με ύλες από χρωματικούς κόκκους.

Το πάθος του ήταν η εξερεύνηση των δυνατοτήτων για νέες απεικονίσεις. Και μέσα σε αυτή την εξερεύνηση τον εντυπωσιάζουν οι επιστημονικές και ερευνητικές επιτυχίες της Royal Society των επιστημόνων. Ήταν η εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης, του ατμού, της εξέλιξης, της προόδου και βέβαια της κυριαρχίας της Αγγλίας. Αυτό φαίνεται έντονα στην εργογραφία του της εικοσαετίας 1830 -1850. Ζωγράφιζε τα καιρικά φαινόμενα, τις στιγμιαίες μεταβολές της ατμόσφαιρας. Τον απασχολούσε πώς να τα απεικονίσει όλα αυτά μεθοδικά και πειστικά, με δραματική ένταση που κυριαρχεί στα στοιχεία της φύσης, αφού ο ίδιος κόντεψε να ναυαγήσει κάποιες φορές. Επίσης παρακολουθούσε πάρα πολύ στενά την μετεωρολογία, τις αλλαγές στις μορφές των σύννεφων, σχεδιάζοντας μελέτες του ουράνιου θόλου.

Σε πολλά έργα του καταγράφει και την τεχνολογική εξέλιξη που θαύμαζε απεριόριστα. Οι απεικονιστικές πρωτοτυπίες του Τέρνερ εναρμονίζονταν με τις περί φυσικής αντιλήψεις της εποχής του. Το 1792 έκανε το πρώτο από τα ταξίδια μελέτης, στις ορεινές περιοχές της Ουαλίας. Το 1796 παρουσίασε την πρώτη ελαιογραφία του «Ψαράδες στη θάλασσα». Ήταν το έναυσμα της φήμης του ως ζωγράφου θαλάσσιων θεμάτων. Το 1797 επισκέφθηκε την Περιοχή των Λιμνών στην βορειοδυτική Αγγλία, τόπο έμπνευσης πολλών ρομαντικών ποιητών. Ταξίδεψε στην Ευρώπη, αρχικά στην Ελβετία και την Γαλλία και αργότερα στην Βενετία.
Καθώς μεγάλωνε, γινόταν όλο και περισσότερο εκκεντρικός. Είχε λίγους φίλους, πέραν του πατέρα του, με τον οποίο έζησε για πάνω από 30 χρόνια και ήταν ο προσωπικός του βοηθός στο ατελιέ του. Το 1798 σύναψε δεσμό με την χήρα Σάρα Ντάνμπυ και μετακόμισε στην οδό Χάρλεϋ.

Περί το 1800 ανέφερε σε ομιλία του: «Το πέπλο των απαράμιλλων χρωμάτων, η διαυγής ώρα της αυγής και του δροσολουσμένου φωτός σαγηνεύουν το βλέμμα και το καθηλώνουν ολοκληρωτικά». Δυο χρόνια μετά επισκέφθηκε το Παρίσι και μελέτησε τους μεγάλους δασκάλους στο Μουσείο του Λούβρου. Το 1829 συγκλονίστηκε από τον χαμό του πατέρα του και ανά διαστήματα έπασχε από κατάθλιψη. Γνώρισε την Σοφία Κάρολαϊν Μπουθ και από το 1846 έζησαν μαζί στο σπίτι της στο Τσέλσι. Το 1851 πέθανε από χολέρα και τάφηκε στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Παύλου, κοντά στον ζωγράφο σερ Τζόσουα Ρέυνολντς.

Ο Τέρνερ κυριάρχησε ζωγραφικά με τις σκηνές του Τάμεση. Από την νεότητα του εκτέθηκαν έργα του στη Βασιλική Ακαδημία και μετά σε όλα τα μεγάλα μουσεία. Η εμπειρία που αποκόμισε αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πλήθος έργων, από την εκθαμβωτική μαγευτική γαλήνη της Βενετίας, ως τις φοβερές χιονοθύελλες των Άλπεων. Ιδιαίτερα όμως προτιμούσε τα θαλασσινά τοπία, άλλοτε ήρεμα κι άλλοτε τρικυμιώδη, με πλοία και ανθρώπους που χάνονται σε μια δίνη φωτός και χρωμάτων. Υπήρξε επίσης ο αγαπημένος ζωγράφος του κριτικού τέχνης Τζον Ράσκιν, που μετά τον θάνατό του, κατέστρεψε όλους τους ερωτικούς πίνακές του Τέρνερ, για να μην επιδράσουν αρνητικά, όπως δήλωσε, στην υστεροφημία του.
Χαρακτηρίστηκε από βιογράφους του τσιγκούνης, παραδόπιστος, μοναχικός και μυστικοπαθής και πως δεν αποκάλυψε ποτέ τα πολύτιμα μυστικά των τεχνικών που εφάρμοσε. Ο Τέρνερ θεωρείται ο τελευταίος και σημαντικότερος εκπρόσωπος της αγγλικής ρομαντικής τοπιογραφίας. Προς τιμήν του από το 1984 απονέμεται από την Tate Gallery της Βρετανίας το Βραβείο Τέρνερ, σε Βρετανούς καλλιτέχνες κάτω των 50 ετών.
