Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος,
Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της Τέχνης
Ο Καμίλ Πισαρό / Camille Pissarro γεννήθηκε το 1830 στην αποικία του Αγίου Θωμά, στις Γαλλικές Αντίλλες. Σε ηλικία δώδεκα ετών οι γονείς του τον έστειλαν να σπουδάσει στη Γαλλία, στο Κολέγιο Πασί, κοντά στο Παρίσι. Επέστρεψε στον Άγιο Θωμά, στα δεκαεπτά του χρόνια, για να εργαστεί μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν έμπορος και ιδιοκτήτης μεγάλης αποθήκης στο λιμάνι Καρολίνα-Μαρία. Αν και είχε μεγάλες προοπτικές και καλές οικονομικές απολαβές, ο Πισαρό στράφηκε αποκλειστικά στη ζωγραφική. Ο πατέρας του τον ενίσχυσε οικονομικά, παρά το ότι επιθυμούσε να συνεχίσει να εργάζεται ο γιος του στην οικογενειακή επιχείρηση.
Όμως ο Πισαρό είχε πάρει την απόφασή του και ακολούθησε τον ζωγράφο Φριτζ Μέλμπι σε ένα ταξίδι στο Καράκας.

Τρία χρόνια αργότερα, το 1855, επέστρεψε στο Παρίσι όπου μαθήτευσε στο πλευρό του Ζαν-Μπατίστ Καμίλ Κορό, διάσημου νατουραλιστή τοπιογράφου, που τον προέτρεψε να ακολουθήσει το παράδειγμα του και να εγκαταλείψει τα ατελιέ και τους κλειστούς χώρους και να αρχίσει να ζωγραφίζει στην φύση. Παράλληλα ο Πισαρό ήρθε σε επαφή με το έργο σημαντικών καλλιτεχνών, όπως του Μιλέ, του Ντελακρουά, του Κουρμπέ και φοίτησε στην Ακαδημία Σουίς.
Από το 1859 άρχισε να συμμετέχει στα Σαλόν του Παρισιού, άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε με αποτυχία, καθώς τα έργα του απορρίφθηκαν δυο φορές. Συνέχισε να παίρνει μέρος σε εκθέσεις και τα έργα του άρχισαν σταδιακά να γίνονται αποδεκτά από τους τεχνοκριτικούς. Ο Πισαρό ήρθε σε επαφή με τον καλλιτεχνικό κύκλο των ιμπρεσιονιστών που είχαν στραφεί μεθοδικά στην μελέτη της ανάλυσης του φωτός σε τοπία και πρόσωπα και θεμάτων της καθημερινότητας. Όμως οι οικονομικές συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσε ήταν δύσκολες αφού παρά τις καλές κριτικές τα έργα του δεν μπορούσαν να αγοραστούν εύκολα.

Το 1861 παντρεύτηκε την Julie Vellay, την οποία και ζωγράφιζε και δύο χρόνια αργότερα, έγινε δεκτός στο Σαλόν των Απορριφθέντων με τρία έργα του. Την ίδια χρονιά γεννήθηκε ο γιος τους Λουσιέν. Τις δύο επόμενες χρονιές έγινε ξανά δεκτός στο Σαλόν, βρίσκοντας θετική ανταπόκριση από τους τεχνοκριτικούς. Εν τω μεταξύ, από το 1864 διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους Ρενουάρ, Κλωντ Μονέ, Σισλέ, Μπαζίλ και λίγο αργότερα και με τον Μανέ. Το 1866 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Ποντουάζ, ένα χωριό στην επαρχία Βεξέν.
Ο Εμιλ Ζολά επαίνεσε τα έργα του στο Σαλόν της ίδιας χρονιάς, και ιδιαίτερα τον πίνακα του στις «Όχθες του Μάρνη». Ανάφερε σχετικά τονίζοντας την εκφραστική απλότητα του Πισαρό: «Αμέσως καταλαβαίνουμε ότι μέσα στο έργο του υπάρχει εκεί παρών ένας άνθρωπος ακέραιος, γενναίος, ανίκανος να μας πει ψέματα».

Ήταν παρόλα αυτά για τον Πισαρό κρίσιμες οικονομικά αυτές οι χρονιές και τον βοήθησαν γενναιόδωρα οι φίλοι του. Με το ξέσπασμα του Γαλλο-Πρωσσικού Πολέμου κατέφυγε οικογενειακώς στην Αγγλία, στο Σάρεϊ, όπου ζούσε η μητέρα του. Η ειδυλλιακή αγγλική ύπαιθρος με τα χρώματα και τα τοπία τον μάγεψε ουσιαστικά, όπως και οι πίνακες των Κόνσταμπλ και Τέρνερ, που του δίδαξαν πώς να επεξεργάζεται τις ποιότητες και τις ανταύγειες του φωτός.

Το 1871 επέστρεψε στο Ποντουάζ της Γαλλίας, όπου ήρθε σε επαφή με τον Πωλ Σεζάν. Ο Πισαρό με τον Σεζαν συνδέθηκαν με αδελφική φιλία. «Ίσως να είμαστε όλοι παιδιά του Πισαρό», είπε για αυτόν ο Σεζάν αναγνωρίζοντας την συμβολή του στην εξέλιξη της ζωγραφικής του. Ο τρόπος με τον οποίο απεικόνισε τη φύση, τα χωράφια, τους ανθρώπους και τα ζώα, τα χωριά και τις πόλεις, δημιούργησαν ένα νέο ύφος. Τα επόμενα χρόνια άντλησε έμπνευση από τα χρώματα και τα τοπία της κοιλάδας Ουάζ. Τρία χρόνια αργότερα, ενώ οι ιμπρεσιονιστές έχουν αρχίσει να αναγνωρίζονται, έζησε μια μεγάλη οικογενειακή τραγωδία με την αποβίωση της κόρης του.
Διοργάνωσε μετά μια έκθεση ιμπρεσιονιστών, χωρίς να έχει επιτυχία, αλλά δεν εγκαταλείπει και συνεχίζει να παίρνει μέρος σε όλες τις ιμπρεσιονιστικές εκθέσεις μέχρι και το 1886. Το 1890 εγκαταστάθηκε στο Ερανί-Μπαζενκούρ, λόγω κλονισμένης υγείας. Μέχρι και το 1900 ταξίδευσε στην Αγγλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία κ.α. Το 1903 αποβίωσε και ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο του Περ-Λασαίζ στο Παρίσι.

Ο Καμίλ Πισαρό, παστελίστας, σχεδιαστής, λιθογράφος, χαράκτης, ζωγράφος και καλλιτέχνης γραφικών τεχνών χαρακτηρίστηκε ως «πατριάρχης του ιμπρεσιονισμού», λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ύφους του, αλλά και κυριολεκτικά, διότι ήταν ηλικιακά ο μεγαλύτερος από όλους τους. Έχει επίσης χαρακτηριστεί ως ο «ζωγράφος της γης» καθώς μέσα από το έργο του εξιστόρησε την ζωή των αγρών, τα οργωμένα χωράφια, τα τοπία, τα ζωντανά, τους ανθρώπους και τους κόπους τους, το χωριό που κοιμάται και την πόλη που σφύζει από ζωή.
Ο Πισαρό διακρίθηκε για την στέρεη αίσθηση της κατασκευής των δομικών στοιχείων του πίνακα. Είχε την βασική άποψη ότι η τελική εικόνα ενός έργου πρέπει να ωριμάζει μέσα από ένα αργό στοχασμό.

Στις συνθέσεις του είναι εμφανείς οι απανωτές πινελιές, η παχιά πάστα χρώματος, οι πλούσιες χρωματικές τονικότητες. Είναι αξιοθαύμαστο ότι ξεκινώντας από τον συνηθισμένο ρεαλισμό, χάρη στο ταπεραμέντο του δημιουργεί ένα οπτικό ποίημα ζωής και δυναμικής έντασης. Ο Πισαρό προέτρεπε στην εκ του φυσικού ζωγραφική για τις άμεσες σπουδές της φόρμας και της πρόσπτωσης του φωτός στο αισθητικό αντικείμενο.
Όπως όλοι οι ιμπρεσιονιστές και μεταιμπρεσιονιστές δούλευε και στην ύπαιθρο. Συχνά όμως έκανε πολλά προσχέδια και υδατογραφίες των θεμάτων του και μετά τα ολοκλήρωνε στο ατελιέ του. Όπως έλεγε: «Η ενότητα του ανθρώπινου πνεύματος που εμφυσά ο καλλιτέχνης στην εικόνα που έχει δει στη φύση, μπορεί να αποκαλυφθεί και να επιτευχθεί εικαστικά μόνο στο ατελιέ. Εκεί είναι το κατάλληλο μέρος που συνεργάζονται οι διασκορπισμένες εντυπώσεις και αναδιοργανώνονται στη μεταξύ τους δυνατότητα να δημιουργήσουν ένα ποίημα».
