Γράφει η Μαρία Δήμου
Ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο, γεννήθηκε το 1888 στον Βόλο. Ο πατέρας του ήταν μηχανικός, παιδί βαρόνου, μορφωμένος και πολυταξιδεμένος και απέβλεπε στην ολοκλήρωση του Σιδηροδρομικού Σταθμού του Βόλου την περίοδο που έφερε στον κόσμο τον πρωτότοκό του γιο, ενώ η μητέρα του εξίσου καλλιεργημένη, πρώην τραγουδίστρια της όπερας, από καλή οικογένεια και αμφότεροι με Ελληνικές ρίζες και Καθολικό μεγάλωμα. Ο μικρότερός του αδερφός, δε (Αλμπέρτο Σαβίνιο), επίσης ακολούθησε τον δρόμο της ζωγραφικής όπως και άλλων τεχνών.
Γνήσιος αριστοκράτης, ποιητής της ζωγραφικής, μαθητής και δάσκαλος, επιστήμονας αλλά και ονειροπόλος, που άφησε το στίγμα του σε όλες τις τέχνες
Ο ντε Κίρικο, παρά την επιθυμία του πατέρα του να ακολουθήσει και ο ίδιος το δικό του επάγγελμα, τελικά δέχτηκε την υποστήριξη να ακολουθήσει το όνειρό του, υπό την μόνη προϋπόθεση ότι θα τον αναλάβουν οι καλύτεροι δάσκαλοι. Κατά συνέπεια, σε νεαρή ηλικία ξεκίνησε μαθήματα σχεδίου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο υπό την διδασκαλία των Γεώργιος Ροϊλός και Γεώργιος Ιακωβίδης. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, Εβαρίστο, το 1905, ο καλλιτέχνης δεν τα κατάφερε στις τελικές εξετάσεις, την περίοδο που ξεκίνησε να ζωγραφίζει τα πιο στοιχειωτικά του έργα.
Έναν χρόνο αργότερα, η μητέρα του παίρνει τα παιδιά της και εγκαθίστανται οικογενειακώς στο Μόναχο, όπου ο Τζόρτζιο ξεκινάει να φοιτά στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της πόλης και αυτή την φορά με μέντορες τους: Γκάμπριελ φον Χάκλ, Κάρλ φον Μάρ, ‘Αρνολντ Μπέκλιν και Μάξ Κλίνγκερ.
Όταν πλέον ενηλικιώθηκε για τα καλά, επέστρεψε για κάποια χρόνια πίσω στις πρωταρχικές του ρίζες στην Ιταλία, όπου και ξεκίνησε την πολυετή καριέρα του. Στις αρχές του 20ου αιώνα ξεκίνησε με τα πιο μυσταγωγικά του έργα, που μεν διατηρούσαν την χαρακτηριστική προοπτική του, όμως θα μπορούσαν ίσως να χαρακτηριστούν και πιο χαοτικά, αινιγματικά και ζοφερά. Χρησιμοποιούσε την τεχνική του λαδιού σε καμβά και είχε την ευχέρεια να μεταφέρει ένα ολόκληρο σύμπαν μέσα σε μια περιοριστική λευκή επιφάνεια που βρίσκει διαρκώς τοίχο.
Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν αδύνατον να σκεφτεί κανείς πως αυτός ο φανταστικός κόσμος μπορεί να περιορίζεται στον πεπερασμένο χώρο που καταλαμβάνει ένας καμβάς.
Επηρεασμένος αισθητά από την μπαρόκ ζωγραφική, διεύρυνε κατά πολύ την ιδιαιτερότητά της και την μετέτρεψε σε μια σύγχυση, ανησυχία, αναζήτηση, μέσα από μια νέα σπουδή που διαιώνισε ο ίδιος και πρόκειται για την μεταφυσική ζωγραφική, που θεμελίωσε γερές βάσεις και αργότερα άσκησε έντονη επιρροή στους υπερρεαλιστές. Μολονότι καταπιάστηκε με διάφορα ήδη, εκείνη η μεταφυσική του εποχή ήταν και η διασημότερή του.
Με την ήδη υπάρχουσα επίδραση της αρχιτεκτονικής που άντλησε από τον πατέρα του και την αστείρευτη καλλιέργεια και καλλιτεχνική παιδεία που εξέλαβε από παιδί, με αυστηρή γεωμετρία, φαντασία σε συνδυασμό με γνώριμα κτίρια και τοπία είτε από την ιστορία, την τέχνη, τα όνειρα, τους εφιάλτες, τα καθημερινά αντικείμενα ή πόσο μάλλον από την αρχαία Ελληνική μυθολογία, έχτισε λιθαράκι λιθαράκι έναν δικό του κόσμο.
Έναν κόσμο που μόνο οι λάτρεις της τέχνης και της καλαισθησίας θα κατανοούσαν. Σε ένα σκοτεινό τοπίο γεμάτο αβεβαιότητα, η πηγή του φωτός είναι τόσο πληθωρική όσο και ο παντοδύναμος ήλιος τις πολύ πρωινές ώρες κατά την ανατολή του, που σκεπάζει την νύχτα μετά από ένα αχανές όνειρο, στο οποίο είναι πολύ νωρίς να ξεδιαλύνουμε τι ακριβώς έχει συμβεί ή τι θέλει να μας μεταδώσει.
Τα κάδρα του, δε, εξαιρετικά φιλοσοφημένα, συμμετρικά και σουρεαλιστικά, μεταδίδουν πάντα μια υποβόσκουσα εφιαλτική χροιά σε καθεμία από τις δουλειές του. Κατά την απουσία της φιγούρας, καταφέρνει να δώσει σώμα, ψυχή και βάθος στα υλικά αγαθά που απεικονίζει. Τοποθετεί αντικείμενα μεταξύ τους με τους πιο ευφάνταστους συνδυασμούς και παράλληλα ακολουθεί μια διαδρομή ενός ονείρου με αναλαμπές από το παρελθόν, ενώ στην πορεία τα αποδίδει με μια πιο έντονα φουτουριστική χροιά.
Ο ντε Κίρικο μπέρδεψε με ευφυΐα την πραγματικότητα, το ιδεατό και το φανταστικό. Όπως κάποτε είπε ο κριτικός τέχνης, Σάνφορντ Σβάρτζ, ο ντε Κίρικο ζωγράφιζε τοπία μέσα από τα μάτια ενός επιβάτη σε ένα τρένο. Παρ’ όλα αυτά, σε πολλά από τα έργα του είναι σχεδόν σαφές ότι υπάρχει μια αόρατη δύναμη που παρακολουθεί τα έργα, με ένα ιδιόρρυθμο σκεπτικό και μια απόκοσμη οπτική γωνία.
Επηρεάστηκε εν πολλοίς, από τους δυτικούς φιλοσόφους, Φρίντριχ Νίτσε, Άρτουρ Σοπενχάουερ και Όττο Βάινινγκερ κατά την διάρκεια των σπουδών του. Ενίοτε, επανέφερε την ακαδημαϊκή του πλευρά στην καριέρα του, παραμένοντας πιο πιστός σε εκείνα τα οποία τον δίδαξαν οι παλαιότεροι και ασπάστηκε ένα πιο σύγχρονο μπαρόκ στιλ, σύμφωνα πάντα με τις επιρροές του ανά περιόδους. Εκτός από το ζωγραφικό του έργο, ασχολήθηκε επίσης με την γλυπτική, την ενδυματολογία αλλά και την σκηνογραφία.
Υπήρξε ένας γνήσιος αριστοκράτης, ποιητής της ζωγραφικής, μαθητής και δάσκαλος, επιστήμονας αλλά και ονειροπόλος, που άφησε το στίγμα του σε όλες τις τέχνες. Ωστόσο, εξέφρασε πολλάκις την δυσαρέσκειά του απέναντι στην αδικία των κριτικών προς το πρόσωπό του όπως και για την απότομη εισβολή του μοντερνισμού στην τέχνη, συμμετέχοντας στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1942 και διοργανώνοντας αργότερα την δική του «αντι-Μπιενάλε». Θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει, αγωνιστή των βασικών ριζών της τέχνης και πιστό στις απαρχές της, δίχως όμως αυτό να παραβλέπει την διαχρονικότητά του.