Γράφει η Ζέτα Τζιώτη
Ρεπορτάζ : Μαργαρίτα Καρδαχάκη
Ο Νίκος Γιώργος Παπουτσίδης είναι ένας βραβευμένος Έλληνας εικαστικός καλλιτέχνης, γνωστός για τη μοναδική του ικανότητα να συνδυάζει τη γλυπτική με τη γραφή, δημιουργώντας έργα που διερευνούν τη σχέση μεταξύ λόγου και μορφής. Γεννημένος στο Κάιρο, ζει και εργάζεται στην Αθήνα, όπου συνεχίζει να εμπνέει με την καλλιτεχνική του πορεία.
Ο Παπουτσίδης σπούδασε Περιβαλλοντολογική Τέχνη και Σχέδιο, καθώς και Ιστορία της Τέχνης στο Bournemouth College of Art and Technology στην Αγγλία, από το 1972 έως το 1978. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, τιμήθηκε με το βραβείο Minerva ως περιβαλλοντικός καλλιτέχνης της χρονιάς 1978, αναγνωρίζοντας την αριστεία του στον τομέα της τέχνης. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, έζησε στο Παρίσι από το 1979 έως το 1984, όπου συνεργάστηκε με γνωστές γκαλερί, όπως η La Hune Brenner και η Andre Birren.
Στο Παρίσι, μαθήτευσε κοντά στον Αλέκο Φασιανό, από τον οποίο έμαθε την τέχνη της χαρακτικής στο λιθογραφείο του Michel Casse. Εκεί, γνώρισε και τον Γιάννη Τσαρούχη, στο εργαστήριο του οποίου συνέχισε την εκπαίδευσή του.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ο Παπουτσίδης υπήρξε διπλωματούχο μέλος της Ένωσης Αρχιτεκτόνων και Σχεδιαστών Περιβάλλοντος της Αγγλίας. Επιπλέον, επινόησε το “Σιδηρογράφημα”, ένα είδος τέχνης όπου η ζωγραφική και η γλυπτική συνδυάζονται σε ενιαία έργα πάνω σε λαμαρίνα. Έχει επίσης σχεδιάσει είδη γραμμάτων και συνθέσεις με λέξεις, ενώ έχει ασχοληθεί με την Οπτική Ποίηση, δημιουργώντας το “Ποίημα Αντικείμενο”, όπου εικόνα και λόγος αλληλοσυμπληρώνονται.

Έκθεση “Scripta Manet”
Από τις 2 Δεκεμβρίου 2024 έως τις 7 Φεβρουαρίου 2025, το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ παρουσίασε την έκθεση γλυπτών του με τίτλο “Scripta Manet” στη Βιβλιοθήκη της ΕΣΗΕΑ “Δημήτρης Ι. Πουρνάρας”.
Ο τίτλος της έκθεσης, που μεταφράζεται ως “Τα γραπτά μένουν”, αντικατοπτρίζει την κεντρική θεματική της δουλειάς του καλλιτέχνη, τη διαχρονική δύναμη του γραπτού λόγου και τη σύνδεσή του με την τρισδιάστατη μορφή.
Στην έκθεση, ο Παπουτσίδης παρουσίασε γλυπτά που ενσωματώνουν γράμματα, λέξεις και φράσεις, δημιουργώντας μια οπτική ποίηση σε τρεις διαστάσεις. Τα έργα του, κατασκευασμένα από μπρούντζο, ατσάλι και σίδερο, προσκαλούν τον θεατή να εξερευνήσει τη σχέση μεταξύ μορφής και περιεχομένου, επιτρέποντας μια πολυεπίπεδη ανάγνωση και ερμηνεία.

Ο ίδιος ο καλλιτέχνης σημειώνει: “Η γλυπτική είναι ποίηση σε τρεις διαστάσεις. Η συνάντηση ωστόσο Γλυπτικής και Γραφής, που παρουσιάζεται σε αυτή την έκθεση, δίνει τη δυνατότητα στον θεατή να παρατηρεί, να ανακαλύπτει και να διαβάζει τη γλυπτική σύνθεση”.
Τα εγκαίνια της έκθεσης πραγματοποιήθηκαν με την παρουσία του Υφυπουργού Πολιτισμού, Ιάσονα Φωτήλα, ο οποίος εξήρε το έργο του καλλιτέχνη και την ικανότητά του να συνδυάζει με μοναδικό τρόπο τη γλυπτική με τη γραφή. Η έκθεση προσέλκυσε πλήθος επισκεπτών, οι οποίοι είχαν την ευκαιρία να θαυμάσουν από κοντά τα έργα του Παπουτσίδη και να ανακαλύψουν τις πολυδιάστατες ερμηνείες που προσφέρουν. Καλλιτεχνική Προσέγγιση και Θεματολογία
Ο Παπουτσίδης αντλεί έμπνευση από την ελληνική παράδοση, την ιστορία και τη μυθολογία, ενσωματώνοντας στα έργα του σύμβολα όπως δράκους και κουκουβάγιες, που παραπέμπουν στη γνώση και τη σοφία.
Πιστεύει ότι η δημόσια γλυπτική πρέπει να είναι προσιτή και κατανοητή από το κοινό, γι’ αυτό επιλέγει απλά θέματα που μπορούν να επικοινωνήσουν άμεσα με τον περαστικό. Παράλληλα, επιδιώκει να συνδυάζει το αφηρημένο με το παραστατικό, δημιουργώντας έργα που προσφέρουν τόσο συγκεκριμένες όσο και αφηρημένες αναφορές, επιτρέποντας στον θεατή να ανακαλύψει μόνος του τα νοήματα που κρύβονται πίσω από τη μορφή.
Είναι ένας καλλιτέχνης που, από το 1987, αφιέρωσε τη δημιουργική του πορεία στη γραφή και τη σχέση της με τη γλυπτική. Η αναδρομική του έκθεση στη Βιβλιοθήκη Πουρνάρα της ΕΣΗΕΑ αναδεικνύει αυτήν ακριβώς τη σύνδεση, παρουσιάζοντας έργα που εκφράζουν την αγάπη του για τον λόγο, την ύλη και τη μορφή.

Η δουλειά του χαρακτηρίζεται από έντονο συμβολισμό και πολυεπίπεδη ερμηνεία. Δημιουργεί γλυπτά με κυματισμούς και λωρίδες που θυμίζουν σημαίες, αποδίδοντας την ιδέα της ελευθερίας και του εθνικού ιδεώδους, ενώ άλλα έργα του περιλαμβάνουν στίχους του εθνικού ύμνου ή διάτρητες επιφάνειες με λέξεις και φράσεις. Μερικά γλυπτά λειτουργούν ως κάτοπτρα που αντανακλούν και στέλνουν σήματα προς τον ουρανό, υποδηλώνοντας την επικοινωνία μεταξύ ύλης και πνεύματος.
Έχει ασχοληθεί και με έργα που αφορούν ιστορικά γεγονότα, όπως τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, καθώς και μετάλλια που σχετίζονται με την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ. Ένα από τα ιδιαίτερα έργα του, το Μέχρι να μετρήσω 10, τράβηξε το ενδιαφέρον του Αλέκου Φασιανού, ο οποίος το μετέτρεψε σε μεταξοτυπία. Η συνεργασία του με σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως ο Φασιανός και ο Γιάννης Τσαρούχης, είχε καθοριστική επιρροή στην πορεία του.
Στην έκθεση παρουσιάζονται επίσης πολλά σχέδια, γκραβούρες και μελέτες για τα γλυπτά του. Χρησιμοποιεί συμβολικές μορφές, όπως δράκους και κουκουβάγιες, που παραπέμπουν στη γνώση και τη διανόηση. Ο ίδιος πιστεύει ότι στη δημόσια γλυπτική το θέμα πρέπει να είναι απλό, ώστε να μπορεί να το κατανοήσει εύκολα ο περαστικός, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να συνδυάζει το αφηρημένο με το παραστατικό.
Στα έργα του συνυπάρχουν στοιχεία σαφήνειας και αφαίρεσης, αφήνοντας στον θεατή την ελευθερία να τα ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο. Η σχέση του γλυπτού με τον θεατή είναι ουσιαστική, καθώς επιδιώκει να προκαλέσει την προσωπική του αποκωδικοποίηση, χωρίς να επιβάλλει μία συγκεκριμένη εξήγηση.

Η επινόηση του σιδηρογραφήματος
Από μικρή ηλικία, ο Παπουτσίδης είχε πάθος με τη γραφή και αναζητούσε τρόπους να τη συνδέσει με την τρισδιάστατη μορφή. Το σίδερο τον γοήτευε ως υλικό, καθώς έχει τη δυνατότητα να μεταβάλλεται, να διαστέλλεται και να αλλάζει χρώμα, σαν να διαθέτει δική του ζωή. Έτσι, πειραματίστηκε με το ηλεκτρόνιο και ξεκίνησε να χαράζει λέξεις πάνω στο σίδερο, δημιουργώντας τα σιδηρογραφήματα.
Η έλξη του για τη γλυπτική ξεκίνησε από την παιδική του ηλικία, όταν του έκαναν εντύπωση τα σιδερένια δοκάρια που εξείχαν από τις οικοδομές. Αν και τότε δεν γνώριζε τι ακριβώς ήταν η γλυπτική, η ακατέργαστη αυτή εικόνα τον μάγευε. Αργότερα, με τη σπουδή και την εμπειρία, έχασε την ανεπιτήδευτη ματιά του παιδιού, αλλά κέρδισε την τεχνική γνώση που του επέτρεψε να εξελίξει το έργο του.
Ο ίδιος τονίζει ότι η τέχνη δεν χρειάζεται εξηγήσεις. Τα μηνύματα που χαράζει πάνω στο μέταλλο μοιάζουν με γκράφιτι: είναι προσωπικές σκέψεις, πολλές φορές μηνύματα προς τον ίδιο του τον εαυτό κατά τη στιγμή της δημιουργίας. Επιθυμία του είναι ο θεατής να διαμορφώσει τη δική του αντίληψη για το έργο, να το αποκωδικοποιήσει με βάση τις δικές του εμπειρίες.

Η ιστορικός τέχνης, Λουΐζα Καραπιδάκη σημειώνει σχετικά με αυτή την ενότητα των έργων του καλλιτέχνη:
«Το σοφό λατινικό απόφθεγμα ενέπνευσε τον εικαστικό Νίκο-Γιώργο Παπουτσίδη, ο οποίος το ενέταξε ως κωδικοποιημένο σύμβολο σε γλυπτά του. Είναι μία από τις θεματικές που φιλοτέχνησε με μέταλλα, μπρούτζο, ατσάλι ή σίδηρο, όπου ενσωμάτωσε αναγλυφικά τον γραπτό λόγο. Ο καλλιτέχνης επινόησε μια τεχνική, το «σιδηρογράφημα», που αποδίδει στα έργα του μια ιδιαίτερη οπτική αίσθηση και το επιθυμητό αισθητικό αποτέλεσμα. Τοποθετεί χειρόγραφα μεταλλικά επιπεδοανάγλυφα ανυψωμένα γράμματα πάνω σε μεταλλικές επιφάνειες, που προσθέτουν στην τέχνη του ποικίλους νοηματικούς προσδιορισμούς. Λέξεις, όπως «Χαίρε», «Σαφήνεια», «Νους», κοσμούν τις γλυφές επιφάνειές του…
Ο εικαστικός εκφράζεται με λεκτικές συνθέσεις και στη δεκαετία του ’90, όταν στις δημιουργίες του (γλυπτική, ζωγραφική, χαρακτική, εφαρμοσμένη τέχνη) προσέθετε τις φράσεις «Τίποτα αθώο», «θεός ή σύμπαν», «Κάτι δεν πάει καλά», «Εν το παν», «Καλύτερος ή χειρότερος», «Χωρίς αρχή και τέλος».

Τα γλυπτά γράμματα του Παπουτσίδη, είτε ως μεμονωμένες μορφές αλφαβήτου είτε ως ρητά, εκλαμβάνονται σαν αναφορές σηματοδότησης και διαμεσολαβητές μηνυμάτων που μαγνητίζουν τον θεατή. Τα ευανάγνωστα γραμμένα κείμενα εμφανίζονται ανάμεσα στα αγαπημένα του σύμβολα: το ψαροκόκκαλο, σύμβολο της ερήμωσης, το πεντάκυκλο, εμπνευσμένο από το παγκόσμιο έμβλημα των Ολυμπιακών Αγώνων, το μάτι ως συμβολική αναφορά του «παρακολουθώ και κρίνω τα πάντα σε όλες τις θρησκείες και σε όλους πολιτισμούς», τα αστέρια, σύμβολα του σύμπαντος του φωτός και του αέρα, τους δράκους, σημάδια δύναμης και διανόησης, τη ρόδα, ως παραπομπή στη σημαντικότερη εφεύρεση του ανθρώπου, τους κλάδους ελαίας, σύμβολο της ειρήνης, τις φραγκοσυκιές, τους κεραυνούς, καθώς και τις μινιμαλιστικές σημαίες, που παρά τη λιτή τους μορφή αποδίδουν τον κυματισμό του εμβλήματος και το σύνθημα με τις εννέα συλλαβές: «ελευθερία ή θάνατος». Η κάθε του εικόνα χίλιες λέξεις και η κάθε λέξη χίλιες εικόνες.
Ο γλύπτης Παπουτσίδης χρησιμοποιεί δεξιοτεχνικά τον επικοινωνιακό ρόλο των γραφημάτων και πλαστουργεί περίοπτα ή διάτρητα γλυπτά ή και χαμηλού ανάγλυφου (bas-relief) λαλίστατα έργα γεμάτα συνειρμούς που αφηγούνται κοσμογονικούς μύθους και κόσμους ολόκληρους, ουράνιους και γήινους και σημειώνει: «Δημιουργώ γλυπτά από εικόνες που έχω στο μυαλό μου. Απεικονίσεις γραμμένες -όχι εικονογραφημένες- με σαφή κατανόηση της σπουδαιότητας του «βλέπω» και όχι του απλά κοιτώ! Του βλέπω με τη σημασία του αναθρείν. Από αυτό το χάρισμα μόνο ο άνθρωπος πήρε και την ονομασία «άνθρωπος»∙ γιατί αναλογίζεται, παρατηρεί, εξετάζει με προσοχή όσα έχει δει και ακούσει: «αναθρών ά όπωπε».

Τα τωρινά του σχέδια
Αυτήν την περίοδο, ο Παπουτσίδης εργάζεται πάνω σε μακέτες για μεγάλα έργα σε εξωτερικούς χώρους. Τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα η σχέση του γλυπτού με το φως και τον περιβάλλοντα χώρο. Για εκείνον, ο φωτισμός είναι το πιο σημαντικό στοιχείο στη γλυπτική, καθώς παίζει με τις μορφές και τα περιγράμματα, δημιουργώντας διαφορετικές οπτικές εμπειρίες ανάλογα με την ώρα της ημέρας και τη θέση του θεατή. Ο αέρας, ο ήλιος, η φυσική τοποθέτηση του έργου—όλα αυτά είναι παράγοντες που συνυπολογίζει στη δημιουργική του διαδικασία.
Η τέχνη του είναι μια συνεχής αναζήτηση του νοήματος μέσα από τη γραφή, τη μορφή και την ύλη. Μέσα από το σίδερο, τα σύμβολα και το φως, δημιουργεί έργα που καλούν τον θεατή να τα διαβάσει, όχι μόνο με τα μάτια, αλλά και με το νου.
