Τζούλια Ανδρειάδου: H προσωπικότητα δεν πρέπει να ταυτίζεται με την φήμη. Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός, μπορεί να είναι ένα πεταμένο κονσερβοκούτι 

Συνέντευξη στη Ζέτα Τζιώτη 

Η Τζούλια Ανδρειάδου είναι μια εικαστική καλλιτέχνιδα με πολυεπίπεδη μόρφωση και παιδεία. Έχει ασχοληθεί de profundis με θέματα που αφορούν στην αρχιτεκτονική, στην πολεοδομία, στο περιβάλλον, στην ιστορία, στην ιστορία της Τέχνης, στον κινηματογράφο, στην σκηνοθεσία, στην σκηνογραφία, στην ενδυματολογία…  Τόλμησε πριν γίνει μόδα, να ενσωματώσει στη ζωγραφική της την άναρχη δόμηση στην Αθήνα, την αστυφιλία, το κακό που προξενούσαμε στο περιβάλλον. Το όνομά της, ανάμεσα στα μεγάλα ονόματα της Τέχνης. Ελεύθερο πνεύμα ούσα, η δουλειά της επηρεάστηκε από την χούντα στην Ελλάδα.  

Έργα της κοσμούν σημαντικές συλλογές όπως της Εθνικής Πινακοθήκης, του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, του Υπουργείου Πολιτισμού, του Υπουργείου Αιγαίου, του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών, του Μουσείου της πόλεως των Αθηνών, του Τελλόγλειου Ιδρύματος Τεχνών, της Πινακοθήκης Αγρινίου, του Μουσείου Νεοελληνικής Τέχνης του νησιού της Ρόδου, της Βικελαίας Βιβλιοθήκη Κρήτης κλπ. 

Το Αρχείο της, από το 2011 βρίσκεται στο ISET (Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης) και στο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ (Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο – Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης). Επίσης, το 2011 δώρισε στο ΜΙΕΤ κάποια έργα της αντιπροσωπευτικά της 50χρονης πορείας της και συνεχίζει την δωρεά της. 

-Πώς ξεκινήσατε να ζωγραφίζετε; 

-Το «Πώς» θα το αντικαταστήσω με το Πότε και η απάντηση μου είναι κοινότοπη: Από πολύ μικρή. Στα μέσα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ζούσαμε κλεισμένοι στο σπίτι ή στο καταφύγιο.    Εκεί που μιλούσαν οι μεγάλοι ή άκουγαν ειδήσεις, εμείς, η αδελφή μου και εγώ ζωγραφίζαμε με κάτι μίζερα μολύβια, σε ότι χαρτιά βρίσκαμε. 

Φτιάχναμε κοπελίτσες, αγόρια, μπαμπάδες και μαμάδες, μετά τις κόβαμε όπως τις φιγούρες του Καραγκιόζη και παίζαμε στο πάτωμα. Ήταν δήθεν οικογένειες που ζούσαν όπως οι μεγάλοι με διάφορα πηγαιν-έλα, που αργότερα κατάλαβα πως ήταν ο αγώνας των γονιών μας για επιβίωση. Εμείς ως παιδιά δεν είχαμε επίγνωση. Η ζωγραφική ως παιχνίδι ήταν το καλύτερο μας, αν μπορείτε να φανταστείτε τα χρόνια του πολέμου. 

“Κοραλία και Τζούλια”, ακρυλικό, 1966.

-Πώς ήταν η τέχνη την εποχή της χούντας;   

-Η Αθήνα της εποχής εκείνης και η Θεσσαλονίκη ήταν τα δύο κέντρα με καλλιτεχνικές εκδηλώσεις περιορισμένες, ανάλογες του πληθυσμού, όπου όμως υπήρχε αξιολόγηση. Καμία σχέση με το τώρα και το «μπάτε σκύλοι αλέστε».  Το 1969 μετά από πρόσκληση του προστάτη των καλλιτεχνών Γιώργου Σαββίδη, παρουσίασα τη Β’ ατομική μου έκθεση στην «Τέχνη» Θεσσαλονίκης με κάποια έργα – σαφείς αναφορές – στο κλίμα της εποχής. 

Στο πεδίο της τέχνης για τις  δεκαετίες ’60 και ’70 -έχω αναφερθεί ξανά στις ελάχιστες γκαλερί που υπήρχαν τότε- επικρατούσε κάποιο είδος μονοπωλίου σχετικό με «τα ονόματα» που προβάλλονταν. Μόλις έγινε η Χούντα έπεσε «μαύρο».  

Αυτές οι ελάχιστες γκαλερί στην αρχή παγώσανε τις εκθέσεις. Η άποψη της «αποχής» και της «σιωπής» ευνόησε την κακογουστιά της χούντας να σηκώσει κεφάλι, με αποτέλεσμα να ξεπέσει η έννοια της ποιότητας σε επίπεδα κιτς. Βλέπαμε στα «Επίκαιρα», στους κινηματογράφους απίστευτες εικόνες γελοιότητας, δήθεν αρχαίο κάλλος και δόξα που κληρονόμησε η φυλή μας κατευθείαν από τους προγόνους μας. 

“Άνθρωποι στο δρόμο”, ακρυλικό, 1969/συλλογή ΜΙΕΤ.

Διαφωνώ με την άποψη της «σιωπής» σε σκοτεινά χρόνια, γι’ αυτό και μπόρεσα να πραγματοποιήσω τις πρώτες ατομικές μου εκθέσεις όπου γνώρισα από κοντά νέους αλλά και αναγνωρισμένους καλλιτέχνες η ποιητές.  

Ο σημαντικός ποιητής, Μίλτος Σαχτούρης μου είχε πει: «Ζω αυτοεξόριστος στην οδό Ίμβρου, αλλά ήθελα να δω την έκθεση σας».  Ο καθημερινός χρόνος μάς έδινε ανάσες για κάποιες συζητήσεις και δημιουργούσε φιλίες, όπως αυτή με τους νέους τότε, τους ζωγράφους Γιάννη Μιχαηλίδη, Νικήτα Φλέσσα, την μεγαλύτερη Εύα Μπουλγουρά, τους ποιητές Αντώνη Φωστιέρη, Γιάννη Κοντό, Χριστόφορο Λιοντάκη και άλλους αξιόλογους που γνώρισα από τον κύκλο της αδελφής μου, Κοραλίας, επίσης ποιήτριας.  

Ακόμα και οι ήδη αναγνωρισμένοι έρχονταν στις εκθέσεις μας χωρίς να σνομπάρουν, με πρώτο και καλύτερο τον Γιάννη Μόραλη! Η φιλία μου με τους εξαίρετους ποιητές Τζένη Μαστοράκη και Αντώνη Φωστιέρη κρατάνε αλώβητες. Μέχρι και τα μέσα του 1980 υπήρχε ένα φιλικό κλίμα ανάμεσα στους περισσότερους καλλιτέχνες, υπήρχε ζωντανή επικοινωνία.    Θυμάμαι τον ενθουσιασμό μου βλέποντας την Α΄ ατομική έκθεση του ζωγράφου Νίκου Χουλιαρά που είχε κερδίσει τότε ένα βραβείο! 

– Μιλήστε μας για τα συναισθήματά σας ως καλλιτέχνιδα τότε που η Τέχνη ήταν φιμωμένη, την εποχή της Χούντας. 

-Η κοινωνία πρωτίστως παρέμενε φιμωμένη και υποταγμένη στον «Εσατζή», που όποιος τολμούσε να του εναντιωθεί ή να εκφραστεί ανοιχτά, την πλήρωνε! Ο Εσατζής ήταν το  πραγματικό έμβλημα της χούντας! 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα επιβολής, η έκθεση του αξιόλογου ζωγράφου, Ηλία Δεκουλάκου στην αίθουσα τέχνης του ξενοδοχείου Χίλτον που μόλις προλάβαμε να την δούμε. Την κλείσανε αμέσως.                                 

Και καταθέτω και μια προσωπική μου εμπειρία: Είχα υποβάλλει στην επιτροπή της Πανελλήνιας έκθεσης στο Ζάππειο ένα έργο μου με σαφέστατο υπαινιγμό, με τίτλο «Σφάγιο» που το απορρίψανε, αλλά ένα μέλος της επιτροπής, η κυρία Ελένη Ζέρβα, μου πρότεινε ανεπίσημα να υποβάλλω άλλο έργο, πράγμα που αρνήθηκα. 

“Σφάγιο Α!”, ακρυλικό, 1975/συλλογή ΜΙΕΤ.

Και στο πεδίο του κινηματογράφου υπήρχε λογοκρισία και απορρίψεις. Περάσαμε φοβερή ταλαιπωρία με την ταινία του άνδρα μου, Γιώργο Σταμπουλόπουλο «ΑΝΟΙΧΤΗ  ΕΠΙΣΤΟΛΗ» μέχρι να ολοκληρωθεί.                                         

Μπορεί να σας περιγράψει ο ίδιος το κλίμα της εποχής και καλύτερα από μένα τον ευρύτερο κινηματογραφικό χώρο… 

Είναι δύσκολο να ισορροπείς την Τέχνη με επάγγελμα για την επιβίωση σου και παράλληλα να μένεις διαυγής, να μη θολώνεις την τέχνη που τόσο αγαπάς. 

-Και με όλα αυτά, πώς συνεχίσατε να ασκείτε το επάγγελμά σας; Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε στη δουλειά σας;   

-Εξακολουθούσα όπως μπορούσα την ζωγραφική μου, παράλληλα με τις ελλιπείς σπουδές μου και στη συνέχεια – ασχολήθηκα με τις γραφικές τέχνες τα έτη 1956-59. Μετά από σύντομες σπουδές  στο Παρίσι, μου προέκυψε το επάγγελμα της μακιγιέζ σε ελληνικές κι ξένες ταινίες.  

Το γεγονός ότι κατάφερα να ισορροπώ την τέχνη μου παράλληλα με το επάγγελμα  όπως και άλλοι καλλιτέχνες τα χρόνια εκείνα,  δεν εκτιμήθηκε από τους κριτικούς της εποχής. Παραμένει για μένα το ερώτημα: οι κριτικοί – άσχετα από ηλικία ή φύλο – κάνουν την αυτοκριτική τους; 

Πιστεύω πως αξιολογούσαν βάσει σχολών, πιθανόν και γνωριμιών και όχι βάσει δουλειάς. Είναι δύσκολο να ισορροπείς την Τέχνη με επάγγελμα για την επιβίωση σου και παράλληλα να μένεις διαυγής, να μη θολώνεις την τέχνη που τόσο αγαπάς. 

-Ποιες προσωπικότητες συναντήσατε στην καριέρα σας;    

-Δεν θεωρώ ότι η προσωπικότητα πρέπει να ταυτίζεται ή να συνυπάρχει με την φήμη. Τα τελευταία χρόνια μπερδεύονται αυτά τα δύο και ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. Μπορεί να είναι ένα πεταμένο κονσερβοκούτι! 

Ο πρώτος μου δάσκαλος, ο Κώστας Ηλιάδης δημιουργούσε μια πολύ φιλική ατμόσφαιρα μέσα στο εργαστήριο ζωγραφικής ανάμεσα μας. Είχε την δική του προσωπικότητα.                                                  

Η αναγνωρισμένη εικαστικός Μπία Ντάβου ήταν τότε επιμελήτρια. Η Μπία είχε επίσης δυνατή προσωπικότητα και το απέδειξε. Ο Γάλλος, δάσκαλος μου διάσημος  ζωγράφος, Αντρέ Λοτ (André Lhote) ήταν λιγομίλητος, αλλά ξεχώριζε στον τρόπο που δίδασκε. Ο άλλος Γάλλος δάσκαλος μου στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών  (École des Beaux-Arts), ο Μωρίς Μπριανσόν (Maurice Brianchon) επίσης αναγνωρισμένος, ήταν χαμηλών τόνων, ήρεμος άνθρωπος. 

Η Τζούλια Ανδρειάδου , Παρίσι, rue des Carmes 1959.

Ήθελα απεγνωσμένα να συνεχίσω τις σπουδές μου στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι. Τις είχα κερδίσει με το σπαθί μου, όμως σε αυτή τη σχολική χρονιά, είχα ξοδέψει όσα χρήματα είχα βάλει στην άκρη εργαζόμενη τρία χρόνια σε Γραφικές τέχνες.                                         

Το 1962 δούλεψα ως η μόνη μακιγιέζ σε ένα αμερικάνικο πρόγραμμα για την τηλεόραση, όπου γνώρισα τον Γιάννη Τσαρούχη που ήταν επί κεφαλής ενδυματολόγος και σκηνογράφος. Το πρόγραμμα της Esso world theater, είχε τίτλο: «Inner world»(1963) με αποσπάσματα από αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. Θα το μετέφραζα: «Ο έσω κόσμος». Όλα τα γυρίσματα έγιναν στο αρχαίο θέατρο των Δελφών. 

Η προσωπικότητα του Τσαρούχη ως σημαντικού ζωγράφου και καλλιτέχνη «χωρίς κόμπλεξ» είναι γνωστή. Αποτελεί μια αξέχαστη λεπτομέρεια της ζωής μου. Ήταν λίγες λέξεις που μου είπε ενώ σχεδίαζα πρόχειρα σε διάλειμμα του γυρίσματος, καθισμένη στις κερκίδες του αρχαίου θεάτρου: «Βλέπω είστε μια εκλεκτή συνάδελφος»!                    

Η σπουδαία ηθοποιός Κατίνα Παξινού που έπαιζε εκεί, ήταν η πιο ισχυρή, καταπιεστική θα έλεγα, αλλά και συναρπαστική προσωπικότητα που θυμάμαι. 

Επίσης ισχυρή προσωπικότητα είχε ο σημαντικός, αναγνωρισμένος ποιητής Νίκος Καρούζος.  Υπάρχουν πολλές και πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι στη ζωή μου, δεν γίνεται να τους απαριθμήσω. Οι αναφορές μου σε απόντες έχουν λόγο ύπαρξης επειδή τους γνωρίζει ο κόσμος των τεχνών.    

Σπουδή, λάδι, 1959.

-Μιλήστε μας για τον ελληνικό κινηματογράφο της εποχής.

-Οι λεγόμενες «δραματικές» ταινίες ήταν γενικά για κλάματα, εννοώ αυτές του εμπορικού κινηματογράφου, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Οι «κωμωδίες» είχαν έξυπνες ατάκες και αβίαστο γέλιο. Τα σενάρια αναμασούσαν τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής του ’60, τόσο στις κωμωδίες, όσο και στις δραματικές. Η διαφορά «καλή ή μέτρια» συνήθως προέκυπτε από τις/τους ηθοποιούς.  

Εργάστηκα σε πολλές και  έζησα από μέσα τις ταινίες του άνδρα μου Γιώργου Σταμπουλόπουλου. Έχω ανάμεικτες αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια. 

Η τελευταία ταινία που πρόσφερα την δουλειά μου ήταν η διαχρονική «ΕΥΔΟΚΙΑ» το 1971, του φίλου μας Αλέξη Δαμιανού, όπου είχα αναλάβει την καλλιτεχνική επιμέλεια, δηλαδή λίγα εσωτερικά και ενδυματολογικά. Επίσης το μακιγιάζ. 

Έτσι, έκλεισαν ένδεκα χρόνια ξεκινώντας από το καλοκαίρι του 1960 ως βοηθός του αξέχαστου μακιγιέρ Σταύρου Κελεσίδη στη Φίνος φιλμ στην ταινία «Η Αλίκη στο Ναυτικό». Μετά δούλεψα και σε άλλες ταινίες με την Αλίκη. Κάναμε παρέα και εκτός πλατώ.  

Στη διάρκεια των γυρισμάτων ήταν η γνωστή τελειομανής Αλίκη που πρόσεχε κάθε λεπτομέρεια που την αφορούσε! Εκτός γυρισμάτων άλλαζε ο τόνος τής φωνής της, γινόταν μια άλλη Αλίκη με τη δική της ταυτότητα.  Είχε χιούμορ και γελούσαμε για τους θαυμαστές της. 

Όταν παντρεύτηκε δεν ξαναβρεθήκαμε φιλικά, ούτε επαγγελματικά. Κρίμα που έφυγε πρόωρα. 

Με τη Αλίκη και το συνεργείο στην ταινία “Χτυποκάρδια στο θρανίο”, 1963.

Με την Τζένη Καρέζη είχα επίσης μια καλή συνεργασία σε μια γαλλική ταινία. Γενικά πέρασαν πολλές και πολλοί ηθοποιοί από τα χέρια μου. Δεν έκανα διακρίσεις σε γνωστές πρωταγωνίστριες/πρωταγωνιστές ή σε ηθοποιούς με απλούς ρόλους. Υπάρχει κείμενο μου με αναφορές στο filmiconjournal.com 

 -Πάντα είχατε περιβαντολογικές ανησυχίες. Πώς τις εκφράσατε στην δουλειά σας; 

-Αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση. Σε δύο φράσεις μπορώ να πω μετά από τόσα χρόνια, πώς αλλιώς πίστευα ότι θα συνέχιζα τη ζωή μου και αλλιώς μου βγήκε.

Τα πρώτα χρόνια ζωγράφιζα τον μικρό μου κόσμο, άλλοτε έβγαινε χρώμα και χαρά κι άλλοτε πληγωμένες εικόνες από όσα μας περιβάλλουν.                                                             

Στη δεκαετία του ’70 άλλαξε η ζωή μου. Έγιναν  βαθιές χαρακιές και πρόβαλλαν άλλες εικόνες σε γκρίζες αποχρώσεις στη ζωγραφική μου, μια θέαση του «κόσμου» που λίγοι καλλιτέχνες την είχαν εκείνα τα χρόνια.                    

Η αλαζονεία και η απληστία δεν απεικονίζονται, όμως μπορεί να τις αποδώσει με πλάγιο τρόπο ένας/μία καλλιτέχνης.  Έτσι ο τίτλος  της έκθεσης μου στη γκαλερί Ν. ΜΟΡΦΕΣ «ΤΟΠΙΑ ΠΑΡΑΚΜΗΣ» οδηγούσε το βλέμμα στη μετάλλαξη της πόλης, στην ουσία ενός κόσμου που καθημερινά βιώνουμε. Έκτοτε συνέχιζα ένα παιχνίδι ισορροπίας σε τεντωμένο σχοινί ανάμεσα σε ποιητικές και ρεαλιστικές διαδρομές, που πλέον τελειώνει, γιατί πέρασαν τα χρόνια… 

Από το τέλος του 20ου αιώνα ξυπνήσανε πολλές οργανώσεις και καλλιτέχνες, αφού είχαν προηγηθεί οι προβλέψεις των επιστημόνων ότι ΕΔΩ μπροστά στην πόρτα μας βρίσκεται η καταστροφή! Έφτασε! Δεν εννοώ μόνο την κλιματική.     

“Βραδυνή πόλη”, ακρυλικό & κολάζ, 1989/ συλλογή Ν & Μ. Νικολαΐδη.

-Πώς βλέπετε την Τέχνη την σύγχρονη εποχή; 

– Έχω αποθέσει το πετραδάκι μου στις «Απόψεις» στις σελίδες του www.artviews.gr, ως μια κατάθεση που παρασύρει ο ποταμός του διαδικτύου. Σ ‘αυτές τις σελίδες υπάρχουν αναφορές  για τη σχέση Τέχνη/Περιβάλλον, για το νέο διαδικτυακό κόσμο και τις επιρροές του στον ελληνικό εικαστικό χώρο, όπως τον αντιλαμβάνομαι: Στις  17/4/2019  «Το Τοπίο φεύγει για να σωθεί», στις 23/7/2019 «Η Φαντασία στην Εξουσία», στις 22/1/2020 «Η Χωματερή των ψευδαισθήσεων», στις 16/1/2022 «Η Διαβρωτική γοητεία του Διαδικτύου» και σε άλλα σχετικά κείμενα μου, για όποιον ενδιαφέρεται. 

“Ισοθάλασση πολιτεία”, ακρυλικό, 2022.

-Αν ήσασταν τώρα 30 χρονών στο σύγχρονο κόσμο, θα ασχολούσασταν πάλι με τη ζωγραφική; Τι θα κάνατε και τι δεν θα κάνετε; 

-Δύσκολη ερώτηση. Θα ήθελα να ζωγραφίζω, γιατί  με ταξιδεύει η ζωγραφική, είναι ο κόσμος μου, αλλά θα ήθελα να σπουδάσω σε παράλληλες δημιουργικές  μορφές, όπως η Πολεοδομία. Να σχεδιάζω μικρές πόλεις σε αντίθετη αντίληψη από τις σημερινές μητροπόλεις των 20 εκατομμυρίων, κάτι σαν σύγχρονος χαρτογράφος ή θα ακολουθούσα μια πρακτική εφαρμογή όπως τα καλλιτεχνικά animations.                                                

Κάποιο από αυτά θα με κάλυπτε επαγγελματικά, επειδή η τέχνη δεν επαρκεί, παρά σε ελάχιστους.  Ως παράπλευρη απασχόληση με γοητεύει η αναζήτηση του ενδιάμεσου κρίκου, πως προέκυψαν τα ανθρωποειδή και τελικά ο αυτοκαταστροφικός homo sapiens. 

Είστε παντρεμένη με τον Γιώργο Σταμπουλόπουλο και έχετε δύο παιδιά. Ασχολήθηκαν τα παιδιά σας με την Τέχνη; 

-Τα παιδιά μας θα μπορούσαν να ακολουθήσουν Σχολή Καλών Τεχνών. Τόσο η Άρτεμις όσο και ο Νικόλας σχεδιάζουν και ζωγραφίζουν. Γνωρίζουν από μικρά τον χώρο της τέχνης, αλλά προτίμησαν άλλα μονοπάτια. Η κόρη μας την επιμέλεια κειμένων σε αγγλική γλώσσα, ενώ ο γιός μας την κινηματογραφική πορεία με ντοκυμαντέρ και μικρού μήκους ταινίες. 

Έσφαλα στην ανατροφή τους που δεν ήξερα να τους διδάξω πώς να ελίσσονται στη ζωή! Αυτό κυρίως μετράει στο σύγχρονο κόσμο. 

Share this
Tags
Βανέσσα
Βανέσσα
Η Βανέσσα Πανοπούλου σπουδάζει στην Αρχιτεκτονική Χανίων και είναι υπεύθυνη για την επιμέλεια και την ροή άρθρων του ηλεκτρονικού μαγκαζίνο artviews. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με την δημιουργική γραφή και την αφηρημένη εξπρεσιονιστική ζωγραφική με ακρυλικά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Σύγχρονες εικαστικές προσεγγίσεις για τον Λόρδο Βύρωνα

Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος, Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης Στην κοσμοϊστορική συγκυρία της εξεγερμένης Ελλάδας του 1821 υπήρξε πολύτιμη η συμβολή κορυφαίων προσωπικοτήτων του πνευματικού κόσμου,...

Κάτια Βαρβάκη: Η Τέχνη είναι σαν το ξέφρενο φτερούγισμα μιας λιβελούλας 

Στις μέρες μας, που έννοια της Τέχνης έχει προσαρμοστεί στην ευρύτητα των δυνατοτήτων των ψηφιακών μέσων, η Κάτια Βαρβάκη, με σπουδές ζωγραφικής στην Ανωτάτη...

To Kallichoron Art Boutique Hotel της Αστυπάλαιας γίνεται 10 χρονών και το γιορτάζει

Στις 5 Απριλίου 2024, το ξενοδοχείο Kallichoron Art Boutique Hotel στην Αστυπάλαια, συμπλήρωσε 10 χρόνια από την έναρξη της λειτουργίας του. Αυτά τα 10 χρόνια...

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

More like this