Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος*
Το 1914 γεννήθηκε στη Λευκοχώρα της Μεσσηνίας, ο Αναστάσιος Αλεβίζος, ο γνωστός αργότερα Α. Τάσσος. Το 1919 η οικογένεια Αλεβίζου ήρθε στην Αθήνα. Κατοικεί στο Δουργούτι, περιοχή της μικρασιατικής προσφυγιάς το 1922.
Η βιοπάλη και η αξιοπρέπεια των ξεριζωμένων προσφύγων σημάδεψαν τον μικρό Αλεβίζο, που είχε αποφασίσει να γίνει ζωγράφος. Παρά τις πατρικές αντιρρήσεις πέτυχε στην ΑΣΚΤ το 1930 όπου σπούδασε γλυπτική και ζωγραφική με δασκάλους τους Θωμά Θωμόπουλο, Ουμβέρτο Αργυρό, Κωστή Παρθένη και χαρακτική από με τον ριζοσπαστικό Γιάννη Κεφαλληνό. Πριν τελειώσει τις σπουδές του, το 1936, ο Α. Τάσσος παρουσίασε στο βιβλιοπωλείο «Ελευθερουδάκη» την πρώτη του ατομική έκθεση που εντυπωσίασε κριτικούς και φιλότεχνους. Την ίδια χρονιά η έκθεση αυτή παρουσιάστηκε στην Πράγα και στο Κόζιτσε.
Κινδυνεύοντας τότε από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, λόγω της μαρξιστικής πολιτικής και καλλιτεχνικής του δράσης, ο Α. Τάσσος έφυγε στο εξωτερικό. Για δύο χρόνια σπούδασε στο Παρίσι, στη Ρώμη και τη Φλωρεντία. Στο εξωτερικό απόκτησε ευρεία εικαστική γνώση και επηρεάστηκε από τις πιο προοδευτικές αισθητικές τάσεις της χαρακτικής, των Κάτε Κόλβιτς, Έντουαρ Μουνκ και των Γερμανών εξπρεσιονιστών. Το 1938 παρουσίασε ξυλογραφίες του σε ομαδικές εκθέσεις χαρακτικής, αλλά και τον συνέλαβε πάλι το δικτατορικό καθεστώς. Ο Τάσσος «πάλεψε» κυριολεκτικά για να κατακτήσει τα σπουδαία εφόδια της τέχνης του. Από τα πρώτα του έργα («Λιμενεργάτες», «Λαϊκά Συσσίτια», «Καμιόνια», κ.ά.), μέχρι τα κατοχικά, είναι εμφανής η αναζήτησή του για μια φόρμα που να έχει αφομοιώσει τα σημαντικότερα στοιχεία μεγάλων χαρακτών, κύρια του Δημήτρη Γαλάνη.
Το 1940 ο καλλιτέχνης εκθέτει στην Γ΄ Πανελλήνια έκθεση και αποσπά το Α΄ Κρατικό Βραβείο Χαρακτικής. Κηρύχθηκε όμως ο ελληνοιταλικός πόλεμος και επιστρατεύτηκε. Με το αίσθημα ευθύνης που τον διέκρινε, πήγε στο επιστρατευμένο εργαστήρι του δασκάλου του και φιλοτέχνησε αφίσες για την ενίσχυση του Αλβανικού Μετώπου. Μετά την εισβολή των δυνάμεων κατοχής το 1941 ιδρύθηκε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ). Ο Α. Τάσσος , πρωτοστάτησε στη συγκρότηση του ΕΑΜ Καλλιτεχνών, που είχε και εικαστικό τμήμα και ορίστηκε πρώτος γραμματέας του. Συγκρότησε την ομάδα επίλεκτων εικαστικών όπως οι Βάσω Κατράκη, Κ. Γραμματόπουλος, Λουκία Μαγγιώρου, Γ. Γουναρόπουλος, Φ. Ζαχαρίου, Αγήνωρ Αστεριάδης, Γιώργος Σικελιώτης, Σπύρος Βασιλείου, Χρ. Δαγκλής κ.α.
Φιλοτέχνησε μεγάλο αριθμό χαρακτικών, τοιχογραφίες και πανό φ σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια, για λογαριασμό του ΕΑΜ. με την καθοδήγηση της αγωνίστριας Ηλέκτρας Αποστόλου. Το 1942 με συνοδοιπόρους εικαστικούς συμμετείχαν σε Επαγγελματική Έκθεση Καλλιτεχνών στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Οι Ιταλοί κατακτητές εξοργίστηκαν με τις συνθέσεις τους. Έκλεισαν την έκθεση, τους συνέλαβαν και κρατήθηκαν για 40 μέρες στις φυλακές Αβέρωφ.
Το 1949 ο Α. Τάσσος έγινε ιδρυτικό μέλος της ομάδας «Στάθμη». Η ομάδα τέχνης με εκθέσεις, ιδιαίτερα στην επαρχία, προσπάθησε να αναζωογονήσει την σχέση της Τέχνης με τον άνθρωπο της καθημερινότητας. Το 1950 συμμετείχε με άλλους σημαντικούς εικαστικούς στην 25η Μπιενάλε Βενετίας και τα επόμενα χρόνια σε πολλές εκθέσεις στο εξωτερικό όπου ανέπτυξε επιτυχημένη εκθεσιακή δραστηριότητα.
Στη διάρκεια της χούντας του 1967, απομονωμένος, στο σπίτι – εργαστήρι του στο Πεταλίδι της Μεσσηνίας, «ξαναγυρνά» εκφραστικά στα χρόνια των απελευθερωτικών αγώνων. Σε σκληρά κομμάτια ξύλου – από σφενδάμι και κελεμπέκι, χάραξε μορφές και συμβολικά σύνολα αγωνιστών και ηρώων. Η Εθνική Αντίσταση, η εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο λαός του Βιετνάμ, η διχοτομημένη, μαρτυρική Κύπρος συναντήθηκαν δυναμικά και αντιπροσωπεύουν θεματικά την δουλειά του αυτών των χρόνων. Οι χαράξεις του, κύρια ασπρόμαυρες, με το απαράμιλλο δωρικό κάλλος τους, την εσωτερική τους δύναμη και την αρμονία της φόρμας μετουσιώνουν τα ιδεολογικά «πλάσματα» του, που έρχονται από το «σκοτάδι» και οδεύουν θεληματικά προς το «φως». «Πλάσματα» γήινα και ταυτόχρονα «μυθικά» που αναπλάθουν οικεία παραδοσιακά μοτίβα και χώρους. Η έκθεση του στην Εθνική Πινακοθήκη το 1975, με έργα κοινωνικής διαμαρτυρίας (1967-74), που επισκέφθηκα φοιτητής, ήταν μια αξέχαστη αισθητική εμπειρία στρατευμένης ποιοτικής τέχνης.
Η προσφορά του Α. Τάσσου συνεχίστηκε με την ακάματη προσπάθειά του για την ίδρυση ενός προοδευτικού πολιτιστικού κινήματος. Από το 1977 μέχρι το θάνατό του το 1985, σαν πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης συνέβαλε θετικά και υποδειγματικά στο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Περισσότερα από 100 βιβλία έχουν εικονογραφηθεί από το επιδέξιο χέρι του μετά τη συνεργασία του με τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων και λογοτεχνικά περιοδικά όπως η «Νέα Εστία». Χάραξε επίσης πολλά αναμνηστικά μετάλλια και σχεδίασε πάνω από 120 ελληνικά γραμματόσημα, αποσπώντας βραβεία και διακρίσεις.
Σημαντικές είναι οι αγιογραφίες του στο ναό Αγίας Βαρβάρας στο Δαφνί καθώς και οι μελέτες για τα σύμβολα και τις γραφές των λαών. Κορυφαίες διατυπώσεις του στιβαρού αισθητικού του προσανατολισμού είναι οι τέσσερις μεγάλων διαστάσεων ξυλογραφίες που κοσμούν το ισόγειο του Δημαρχείου Βόλου και βέβαια το μεγάλων διαστάσεων ψηφιδωτό στο φουαγιέ της κτιριακής έδρας του ΚΚΕ, στον Περισσό.
Το 1986 ιδρύθηκε η δραστήρια Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών Α. Τάσσος. Το 1987 έγινε αναδρομική έκθεση των έργων του στην Εθνική Πινακοθήκη. Το 2007 η Δημοτική Πινακοθήκη Καλαμάτας πήρε τιμητικά το όνομα του. Το 2015 διοργανώθηκε από την Alpha Bank, την Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών Α. Τάσσος και το Μουσείο Μπενάκη στο Κτήριο του, αναδρομική έκθεση με την επιμέλεια της Ειρήνης Οράτη.
Ο Α. Τάσσος ανήκει στους κορυφαίους δημιουργούς της νεοελληνικής τέχνης χάρη στο διαχρονικής αξίας, αγωνιστικό, αυθεντικό και φιλοτεχνημένο με τεχνική δεξιότητα και συμβολική απλότητα έργο του. Οι έγχρωμες και μαυρόασπρες ξυλογραφίες του με επίκεντρο την ελληνική αγροτική ζωή, τον μόχθο των εργατών και τα πανανθρώπινα κοινωνικοπολιτικά θέματα απαρτίζουν την βιωματική δημιουργία του. Το έργο του Α. Τάσσου, με τη μορφή και το περιεχόμενό του, έγινε διαχρονικός εκφραστής των αγώνων, επιδιώξεων και πόθων του λαού με τις εμπνευσμένες εικονοπλαστικά και άμεσα αναγνωρίσιμες εμβληματικές συνθέσεις του.
*O Κώστας Ευαγγελάτος είναι Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της Τέχνης.