Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος,
Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της Τέχνης
Ο Ζαν Ωγκύστ Ντομινίκ Ενγκρ /Jean-Auguste-Dominique Ingres 1780 – 1867) γεννήθηκε στο Μοντομπάν στη νότια Γαλλία. Ήταν το πρώτο από τα επτά παιδιά του Ζαν-Μαρί, ο οποίος ζωγράφιζε μινιατούρες και κατασκεύαζε γλυπτά, διακοσμούσε πέτρινες προσόψεις και ήταν ερασιτέχνης μουσικός, και της συζύγου του Αν Μουλέ. Ο πατέρας του ενθάρρυνε τον μικρό Ζαν να ζωγραφίσει και να παίξει μουσική, διδάσκοντάς τον ο ίδιος. Το 1786 γράφτηκε στο σχολείο του Μοντομπάν, αλλά η εκπαίδευση του διακόπηκε το 1791 λόγω της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης του 1789 και του συνακόλουθου κλεισίματος του σχολείου. Τότε γράφτηκε στην Βασιλική Ακαδημία Ζωγραφικής, Γλυπτικής και Αρχιτεκτονικής στην Τουλούζη, όπου είχε καθηγητή τον Ζοζέφ Ροκ. Η Ακαδημία της Τουλούζης του απένειμε βραβείο για τις επιδόσεις του στο σχέδιο.

Το 1797 ο νεαρός Ένγκρ πήγε στο Παρίσι, όπου άρχισε μαθήματα ζωγραφικής από τον μεγαλύτερο τότε εν ζωή ζωγράφο, τον ακαδημαικό κλασικιστή Ζακ Λουί Νταβίντ, στον οποίο μαθήτευσε επί τετραετία. Το 1799 έγινε δεκτός στο τμήμα ζωγραφικής της École des Beaux-Arts του Παρισιού όπου διακρίθηκε λαμβάνοντας το 1800 υποτροφία για την Ρώμη. Όταν ο Ένγκρ πληροφορήθηκε εκεί τις κακές κριτικές του έργου του στο Salon αρνήθηκε να επιστρέψει στο Παρίσι, γεγονός που οδήγησε και στη διάλυση του αρραβώνα του. Ο Ένγκρ παρέμεινε στη Ρώμη μέχρι το 1820 και στη συνέχεια μετέβη στη Φλωρεντία, όπου παρέμεινε επί τέσσερα χρόνια.

Στην Ιταλία άρχισε να ζωγραφίζει ιστορικές σκηνές αλλά και πορτρέτα, στα οποία όφειλε την ταχεία αναγνώριση του. Από την Ιταλία έστελνε τακτικά έργα του για να εκτεθούν στο Παρίσι και παρακολουθούσε ανελλιπώς τις κριτικές. Το 1808 έστειλε δύο πίνακές του, που σήμερα εκτίθενται στο Μουσείο του Λούβρου. Το 1813 στη Ρώμη του γνώρισαν την Μαντλέν Σαπέλ. Ο γάμος τους αποδείχτηκε πολύ επιτυχημένος και η νεαρή κυρία Ένγκρ υπήρξε σημαντικό στήριγμα για τον καλλιτέχνη. Ο γάμος τους κράτησε 36 χρόνια. Όταν πέθανε η Μαντλέν το πλήγμα ήταν τόσο μεγάλο για τον Ένγκρ ώστε οι οικείοι του νόμιζαν ότι δεν θα το ξεπερνούσε. Όλη η τέχνη της προσωπογραφίας βρίσκεται στα μάτια, έλεγε ο ζωγράφος και τα δικά της είναι σαν θερμές λαχταριστές λίμνες.

Στην Ιταλία βιοποριζόταν σχεδιάζοντας με μολύβι πορτρέτα ευκατάστατων Γάλλων τουριστών και παραγγελίες από τον Γάλλο κυβερνήτη της Ρώμης. Το 1812 ολοκλήρωσε την πρώτη παραγγελία του «Ο Βιργίλιος διαβάζει την Αινειάδα» και άρχισε τα δύο τεράστιου μεγέθους έργα: «Η νίκη του Ρωμύλου επί του Άκρωνα», 1812 και «Το όνειρο του Οσσιάν», 1813. Το 1814 ολοκλήρωσε τον διάσημο πίνακα του, την σύνθεση «Η μεγάλη οδαλίσκη».
Το 1824 στο Salon ο πίνακάς του «Vœu de Louis XIIΙ» έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Διέμεινε στο Παρίσι κατά το χρονικό διάστημα 1824-1835. Το 1825 δημιούργησε το δικό του εργαστήρι διδασκαλίας και την ίδια χρονιά του απονεμήθηκε ο Σταυρός της Λεγεώνος της Τιμής. Έκτοτε όλοι του οι πίνακες γίνονταν δεκτοί. Το 1827 ολοκλήρωσε την παραγγελία του μεγάλου πίνακα «Η αποθέωση του Ομήρου». Το 1835 διορίστηκε Διευθυντής της Γαλλικής Ακαδημίας στην Ρώμη και επέστρεψε στην Ιταλία, όπου παράμεινε ως το 1840.

Μετά επέστρεψε στο Παρίσι, όπου έζησε, δημιούργησε και δίδαξε ως το θάνατό του, το 1867. Τάφηκε στο Κοιμητήριο “Περ Λασέζ” του Παρισιού. Σύμφωνα με επιθυμία του, δημιουργήθηκε στη γενέτειρά του, το Μοντομπάν, Μουσείο στο οποίο άφησε πολλά σχέδιά του, πίνακες και αρκετά προσωπικά του αντικείμενα. Ο μαθητής του Αρμάν Καμπόν, φρόντισε να εκτελεστεί η επιθυμία του διάσημου δασκάλου του: Το Μουσείο Ένγκρ, στεγασμένο στο παλαιό επισκοπικό ανάκτορο της πόλης άνοιξε τις πύλες του στα μέσα του 19ου αιώνα και πρώτος διευθυντής του έγινε ο Καμπόν. Σήμερα το Μουσείο στεγάζει, εκτός από τα έργα του Ένγκρ και γλυπτά του Αντουάν Μπουρντέλ.

Γενικά, οι ιστορικές σκηνές του Ένγκρ, μικρά έργα με θέματα από τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, θεατρικά δράματα με κοστούμια εποχής, ήταν στυλιζαρισμένα σύφωνα με επισημάνσεις τεχνοκριτών. Ο «Δίας και η Θέτις» είχαν βέβαια ένα συγκαλυμμένο ερωτισμό, ενώ άλλα τεράστια έργα, όπως ο «Ιησούς μεταξύ των ιατρών», φανέρωνε αυτό για το οποίο οι κριτικοί τον επέκριναν. Ότι δηλαδή δεν είχε την ικανότητα να απεικονίζει την ζωντανή δράση ή ομάδες ανθρώπων, εκτός αν ο καθένας τους ήταν απομονωμένος στον δικό του εσωτερικό κόσμο, όπως ήταν και ο ίδιος. Εκείνη την εποχή, που ονειρευόταν τον Σαίξπηρ, τον Οσσιάν και τους μεσαιωνικούς χρονογράφους φιλοτέχνησε εξαιρετικά πορτρέτα, μικρά γυμνά σπουδαίας ποιότητας και ωραίες σπουδές της φυσικής πραγματικότητας, αλλά με ελάχιστη δόση φαντασίας, σε αντίθεση με τον ρομαντικό Ντελακρουά.

Κατά μία έννοια, η φαντασία του είχε στερέψει. Ακόμη και ο Ένγκρ, ο μαθητής του Ζακ Λουί Νταβίντ, δεν μπορούσε να την ανακτήσει δημιουργικά. Η κατάσταση του αυτή αποτελεί ένα ουσιαστικό αισθητικό μάθημα: Αυτό στο οποίο προσβλέπει η τέχνη μιας εποχής, αργότερα μπορεί να φανεί ψεύτικο και επιτηδευμένο, ενώ κάτι υποτιμημένο, τολμηρό και περιφερειακό, να έχει το αληθινό δημιουργικό στίγμα. Το μέλλον, την εποχή του Ένγκρ είχε ανάγκη την τέχνη της αληθινής ζωής. Αυτό το πέτυχε κύρια σε ορισμένα πορτρέτα και στα γυμνά του. Αυτά απαύγαζαν το σύγχρονο γούστο, διότι είχαν κάτι το αφαιρετικό, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι η σχεδόν αδρανής αύρα τους. Αυτό είναι που έκαναν τις δημοφιλείς οδαλίσκες του σφίγγες, αγνές και ερωτικές, και τα πορτρέτα του να ανήκουν στην οπτική του μέλλοντος. Σε ορισμένα κυριαρχεί η ζωντάνια, όπως σε αυτό του βιολονίστα Πιερ Μπεγιό ή της Μαντάμ ντε Σενόν, που έχει την πλάτη της γυρισμένη στον καθρέφτη, ώστε καλύτερα να φαίνεται ο ωραίος λαιμός της. Στάση και ενσάρκωση κύρους και επικράτησης της δυναμικής νέας μπουρζουαζίας.



